Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024

Αρχαιοκάπηλοι: Της νύχτας τα καμώματα

Η παρέα των κυνηγών θησαυρών προσπαθούσε να αξιοποιεί τις προσωπικές γνωριμίες, σε διάφορα χωριά, ώστε να έχει την όσο δυνατόν καλύτερη πληροφόρηση για το πού υπήρχαν αρχαία χαλάσματα και τάφοι αλλά και πού είχε ακουστεί πως οι αντάρτες είχαν κρύψει χρυσές λίρες από την κατοχή.

Φυσικά, όταν υπήρχε κάποια τέτοια σοβαρή πληροφορία ήταν δεδομένο πως ο πληροφοριοδότης εντασσόταν στην ομάδα με ίσα δικαιώματα στην περίπτωση που θα βρισκόταν θησαυρός. Φυσικά, η εξέλιξη της κάθε «επιχείρησης» είχε και τις ιδιαιτερότητές της. Όπως τότε, που απρόσμενα, μια ομάδα που ερευνούσε για αρχαία, έπεσε επάνω σε κιούπι που περιείχε μεγάλη ποσότητα ασημένιων νομισμάτων. Μόλις το αντιλήφθηκε ο χωρικός που τούς είχε δείξει το μέρος, απαίτησε να πληρωθεί άμεσα για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες. Πονηρός και προετοιμασμένος για κάθε περίπτωση ο επικεφαλής, έβγαλε και του μέτρησε επιτόπου πενήντα χιλιάδες δραχμές – ήταν δεκαετία του 70 – και μαζί με έναν ακόμα από την ομάδα, είπαν στους άλλους τρεις πως θα έφευγαν αμέσως για την Αθήνα, να πουλήσουν την «πραμάτεια». Όταν γύρισαν, όμως, αντί για φρέσκο και πολύ χρήμα, έφεραν το κακό μαντάτο. Κάποιοι τους άνοιξαν το αυτοκίνητο και τους έκλεψαν τα νομίσματα! Δεν έγιναν πιστευτοί, βέβαια, αλλά και τι να έκαναν οι υπόλοιποι; Να πήγαιναν στον… Εισαγγελέα; Συμπτωματικώς και των δύο άνοιξαν ξαφνικά, μετά από λίγο καιρό, οι δουλειές!... Αχ, αυτές οι δουλειές της νύχτας…

«Όποιος τις νύχτες περπατεί, λάσπες και σκ@τά πατεί» λέει ο λαός. Γιατί μπορεί η νύχτα να ευνοεί τις δραστηριότητες που δεν πρέπει να γίνουν αντιληπτές αλλά έχει και τα κακά της συναπαντήματα. Όπως όταν ο Μήτσος αγγάρεψε τον Θανάση το φίλο του να τον πάει νυχτιάτικα σε μια περιοχή που επανειλημμένα είχαν ψάξει για θησαυρούς. Όμως, αυτή τη φορά άλλος ήταν ο σκοπός της… εξόρμησης.

«Είναι μια βλαχούλα που την έχω γκαστρώσει και μου έδωσε ο γιατρός μια ένεση να τής κάνω για να το ρίξει!».

Άραξε ο Θανάσης στην άκρη του χωματόδρομου και ο εραστής ξαμολήθηκε για την επέμβαση. Έλα, όμως, που ένας τσοπάνος σαν να αναγνώρισε το αυτοκίνητο, από τα προηγούμενα περάσματα. Την έπεσε, λοιπόν, στον Θανάση, που αμέριμνος άκουγε ραδιόφωνο. Φωνή και αντάρα!

«Τι κάνουτε εδώ ρε, αρχαία ψάχνουτε;». Και γυρίζοντας στο γιό του, που τον συνόδευε, έδωσε εντολή: «Πήγαινε πάρε τηλέφωνο την Αστυνομία!».

Κρύος ιδρώτας τον έκοψε τον Θανάση. Αρχαία δεν ψάχνανε αλλά τι να έλεγε πως έκανε εκεί;

«Συγνώμη ρε μπάρμπα, για άλλον θα με πέρασες. Μια ζαλάδα ένοιωσα, περαστικός, και έκανα λίγο στην άκρη το αμάξι… Να, έλα να δεις δεν έχω τίποτε εργαλεία μαζί μου για να πεισθείς».

Μεγάλος μαλαγάνας, με τα πολλά κατάφερε να τον καλμάρει και έληξε η ιστορία εκεί. Μόλις απομακρύνθηκαν πατέρας και γιός, έσκασε μύτη και ο Μήτσος, που παρακολουθούσε κρυμμένος σε μια πατουλιά παραπέρα.

Σε κείνο το χωριό κάνανε καιρό να ξαναφανούνε βράδυ. Και όταν πήγανε είχανε άλλο αμάξι…

Γιώργος Ν. Μουσταΐρας

Δείτε ακόμη: 

Χρυσοθήρες & αρχαιοκάπηλοι εν δράσει




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου