Το σπίτι μου στη Δαλαμανάρα βρίσκεται σε απόσταση εκατό μέτρων από τον δρόμο Άργους – Ναυπλίου. Ο δρόμος – ιδιωτικός – ξεκινάει απέναντι από το βενζινάδικο, φτάνει στο σπίτι μου και πάει ακόμα άλλα σαράντα μέτρα, περίπου, παρακάτω.
Κάποτε, χρόνια πριν, στην περιοχή του βενζινάδικου υπήρχε
ένα σύδεντρο από μουριές, γι’ αυτό και η στάση του ΚΤΕΛ λεγόταν «στάση
μουριές»… Ο ιδιωτικός δρόμος που άρχιζε απέναντι, τελείωνε στην αυλή του
μπάρμπα Σαράντου, αδερφού του πατέρα μου και στην αυλή του μπάρμπα Μίμη,
δεύτερου ξάδερφου του πατέρα, που είχε το παρανόμι
«Τσιμπλής», για να τον ξεχωρίζουν από τον συνεπώνυμό του και αδερφό τού πατέρα
μου Μίμη, γνωστόν ως «Κοκκίνη».
Ο μπάρμπα Μίμης ήτανε παντρεμένος με τη θειά τη Ρήνα, το
γένος Τσίγκα από του Λάλουκα. Άνθρωποι νοικοκυραίοι, που δυστυχώς,
όμως, δεν ευτύχησαν να έχουν παιδιά…
Η θειά μου η Ρήνα, μια που τα χώματα των
χωραφιών της γειτονιάς, καθότι εύφορα, ήσαν γεμάτα άγρια χόρτα, σε κάθε
ευκαιρία έπαιρνε ένα καλάθι και το γέμιζε ίσα με πάνω. Και μια που τα χόρτα απ’
το χωράφι ήσανε τσάμπα, δεν το λυπότανε να τα καθαρίζει δυό και τρεις φορές,
ώσπου στο τέλος μένανε τα μισά για την κατσαρόλα. Άλλωστε, πόσο να φάνε δυο
ψυχές;
Η θειά μου είχε μια αδερφή, τη Χριστίνα,
παντρεμένη στην Αθήνα, που έμενε στον Κολωνό. Οι δυο αδερφές βλέπονταν τακτικά.
Άλλοτε ανέβαινε η μια και άλλοτε κατέβαινε η άλλη.
Μια από τις φορές που η θειά βρισκόταν
επίσκεψη στον Κολωνό, η αδερφή της πήγε στη λαϊκή και γύρισε κουβαλώντας
διάφορα ζαρζαβατικά και μια τσάντα με δυο κιλά χόρτα. Στην κουζίνα έγινε ο
καταμερισμός εργασιών και η θειά πήρε να καθαρίσει τα χόρτα. Συνηθισμένη από το
χωριό δεν τσιγκουνεύτηκε στο καθάρισμα, με αποτέλεσμα στο τέλος να έχει
απομείνει για μαγείρεμα κάτι λιγότερο από… μισό κιλό! Η αδερφή της έφριξε:
«Εδώ τα χόρτα τα αγοράζουμε, δεν είμαστε στη
Δαλαμανάρα ούτε στο Λάλουκα! Γι’ αυτό, την επόμενη φορά άσε τα να τα καθαρίσω
εγώ».
Η θειά Ρήνα, φέροντας βαρέως τον παραγκωνισμό
της από μια δουλειά που πίστευε ακράδαντα πως ήξερε να την κάνει καλά, δεν
μίλησε αλλά περίμενε την ευκαιρία να «πάρει το αίμα της πίσω». Έτσι, την
επόμενη φορά που η Χριστίνα έφερε χόρτα από τη λαϊκή και τα καθάριζε μόνη της,
σχολιάζοντας, μάλιστα, το πόσο ωραία και καρδαμωμένα ήσαν, τής την αμόλησε:
«Ξέρεις γιατί είναι έτσι, ε; Γιατί τα
μαζεύουνε από τα νεκροταφεία!».
Γιώργος Ν.
Μουσταΐρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου