Μάστιγα έχουν καταντήσει στις μέρες μας οι ηλεκτρονικές απάτες. Επιτήδειοι, στημένοι με τις ώρες μπροστά από υπολογιστές, ψάχνουν να «ψαρέψουν» ανά τον κόσμο ευκολόπιστα θύματα με διάφορα δέλεαρ.
Μάστιγα έχουν καταντήσει στις μέρες μας οι ηλεκτρονικές απάτες. Επιτήδειοι, στημένοι με τις ώρες μπροστά από υπολογιστές, ψάχνουν να «ψαρέψουν» ανά τον κόσμο ευκολόπιστα θύματα με διάφορα δέλεαρ.
Ήταν τέλη Μαρτίου του 1975, που κατέβηκε δυο μονάδες η βάση εισαγωγής στις Ανώτατες και Ανώτερες Σχολές και έτσι θα μπορούσα να θεωρώ, πλέον, τον εαυτό μου ακαδημαϊκό πολίτη. Κοινώς θα ήμουν φοιτητής. Φοιτητής Κτηνιατρικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Τον πατέρα μου το Νίκο τον αγαπούσα. Τον αγαπούσα αλλά παρ’ όλο που μας άφησε κοντά ενενήντα τεσσάρων χρονών, δεν τον χόρτασα ούτε ποτέ κατάφερα να επικοινωνήσω μαζί του. Σαράντα ένα τα χρόνια της διαφοράς μας, τίποτε άλλο…
Είναι καλοκαίρι του 1974, οι Τούρκοι χτυπούν την Κύπρο και οι εδώθε κρατούντες έχουν χάσει τα αυγά και τα πασχάλια. Όσοι δεν ξέρουν ετοιμάζονται για πόλεμο και όσοι ξέρουν κάνουν το κορόιδο και ετοιμάζονται να παραδώσουν την εξουσία στον Καραμανλή, που τους περιμένει από τον περασμένο Νοέμβρη…
Ήταν η εποχή που ακόμα τα αυτοκίνητα έφερναν ένα γύρω την πλατεία τού Αγίου Πέτρου στο Άργος, λίγο παραδίπλα, νοτιοανατολικά, ήσαν τα ΚΤΕΛ και ο Σταύρος με τα σουβλάκια του και δυτικά το πάρκο, με το ΚΑΖΙΝΟ τού Τάκη τού Καλαντζή και την οδό Δαναού, που πέρναγε μπροστά του, ελεύθερη στην κυκλοφορία των οχημάτων.
Ο Τάκης, καλός επαγγελματίας, με μαγαζί στο κέντρο του Άργους, είχε την ατυχία, σε μια στραβή, να σπάσει το πόδι του. Ταλαιπωρία, χειρουργείο, γύψος και, φυσικά, μέχρι να δέσει το κόκκαλο να πρέπει να κάτσει μακριά από το μαγαζί.
Το σπίτι μου στη Δαλαμανάρα βρίσκεται σε απόσταση εκατό μέτρων από τον δρόμο Άργους – Ναυπλίου. Ο δρόμος – ιδιωτικός – ξεκινάει απέναντι από το βενζινάδικο, φτάνει στο σπίτι μου και πάει ακόμα άλλα σαράντα μέτρα, περίπου, παρακάτω.