Παράξενος ο κόσμος της νύχτας και terra incognita για τους μη μυημένους. Με δικούς του νόμους και κανόνες, που λειτουργούν ως προς τον σεβασμό και το αποτέλεσμα καλύτερα από κάποιους άλλους μιας «συντεταγμένης πολιτείας». Γιατί όποιος δεν τους τηρεί «καίγεται» με διάφορους τρόπους…
Ο Χρήστος και ο Κώστας ήσαν φίλοι δοκιμασμένοι σε αυτόν τον κόσμο. Ο πρώτος ως ιδιοκτήτης νυκτερινού μαγαζιού και ο δεύτερος ως τακτικός πελάτης του. Μαζί στη νύχτα, μαζί και στα παρεπόμενά της. Ένα από αυτά ήταν και η κυβοπαιξία, κοινώς μπαρμπούτι.
Σε μια από τις φορές που πήγανε για να «κουνήσουνε τα ζάρια» ο Χρήστος ξέμεινε «ταπί» και στο τέλος της όλης διαδικασίας απευθύνθηκε στον Κώστα, με το θάρρος της φιλίας:
«Αμάν αδερφέ μου ξέμεινα και αύριο έχω να πληρώσω μια επιταγή εκατόν πενήντα χιλιάδες (σ.σ.: δραχμές)».
«Μην σκας, θα στις έχω το βράδυ στο μαγαζί».
Το βράδυ, πριν αρχίσει το πρόγραμμα, έσκασε μύτη ο Κώστας, με τα χιλιάρικα στην τσέπη και βρήκε τον Χρήστο να τον περιμένει παρέα με κοπέλα εκπάγλου καλλονής. Αμέσως του ξηγήθηκε:
«Πιάσε τη θέση σου μπροστά, παρέα με το κορίτσι και μόλις προχωρήσει το πρόγραμμα και γεμίσει το μαγαζί αρχίνα να σπάζεις πιάτα».
Εδώ θα πρέπει να πω ότι ποτέ δεν του χρέωνε τα σπασίματα…
Καθώς άρχισε να ζεσταίνεται η ατμόσφαιρά και το μαγαζί ήταν τίγκα, ήρθαν και τα πρώτα πιάτα στο τραπέζι. Παράλληλα, η κοπέλα άρχισε να ρίχνει καυτές ματιές στην πλαϊνή παρέα, όπου είχαν καθίσει κάποιοι χοντρολεφτάδες, αφήνοντας τους να κάνουν σχέδια. Και άρχισε το σπάσιμο…
Έσπαζε δέκα πιάτα ο Κώστας – πάντα έσπαζε με μέτρο – σπάζανε εκατό, στην κόντρα, οι πλαϊνοί. Έτσι κύλησε η βραδιά, μέχρι που πλησίαζε η ώρα να κλείσουνε. Κάποια στιγμή προς τα τελειώματα, η κοπέλα που τού έκανε παρέα ζήτησε συγνώμη και αποχώρησε:
«Με ζητάει το αφεντικό…» δικαιολογήθηκε και χάθηκε στα καμαρίνια, στέλνοντας και φιλάκια στους… γείτονες.
Αφού ξημερώματα σχόλασε το μαγαζί και αποχώρησαν και οι τελευταίοι πελάτες, μαζί με τους απογοητευμένους χοντρολεφτάδες, που αναζητούσαν μάταια το κορίτσι, ο Κώστας πήγε στο γραφείο του Χρήστου για ένα τελευταίο ουΐσκι και για να τού δώσει τα λεφτά. Ακούμπησε τον φάκελο πάνω στο έπιπλο αλλά ο άλλος τού τον έσπρωξε πίσω:
«Ευχαριστώ αλλά δεν θα τα χρειαστώ σήμερα. Από την πλαϊνή σου παρέα έβγαλα εκατόν εξήντα καφετιά μονάχα από τα σπασίματα!».
Και συμπλήρωσε:
«Καλού κακού, πάντως, έχε τα πρόχειρα, μήπως και τύχει να τα χρειαστώ κάποια άλλη φορά».
…………………
Σημ.: Η ιστορία είναι αληθινή μέχρι κεραίας. Τα ονόματα των «ηρώων» θα μπορούσαν να ήσαν αληθινά αλλά εγώ τα διάλεξα στην τύχη… (Φωτο αρχείου).
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου