Είναι καλοκαίρι του 1974, οι Τούρκοι χτυπούν την Κύπρο και οι εδώθε κρατούντες έχουν χάσει τα αυγά και τα πασχάλια. Όσοι δεν ξέρουν ετοιμάζονται για πόλεμο και όσοι ξέρουν κάνουν το κορόιδο και ετοιμάζονται να παραδώσουν την εξουσία στον Καραμανλή, που τους περιμένει από τον περασμένο Νοέμβρη…
Ο κοσμάκης σπεύδει να προμηθευτεί τρόφιμα, κάνοντας
προσευχές σε όποιον άγιο έρχεται πρώτος στο μυαλό τους και οι κλάσεις που έχουν
απολυθεί και είναι σε εφεδρεία παίρνουν κλήση να παρουσιαστούν στα Κέντρα
Επιστράτευσης, όπου θα πάρουν φύλλο πορείας για τις μονάδες των πρόσω.
Μεταξύ αυτών και ο Θανάσης, που έχει βγάλει εισιτήριο να
φύγει με το τρένο των 11:00 μ.μ. για την Αθήνα από το Άργος. Νωρίς το απόγευμα,
μια και είχε χρόνο, πήρε το αυτοκίνητο να πάει να κόψει μάτι στο νυφοπάζαρο της
πλατείας του Αγίου Πέτρου, μια και ήταν εμμονικός κυνηγός του ποδόγυρου.
Περνώντας μπροστά από του Θηβαίου εντόπισε το… θήραμα. Δυο ματιές που βρήκαν
ανταπόκριση και δυο κουβέντες που ακολούθησαν ήσαν αρκετές, ώστε η κοπέλα να
πάρει την απόφαση να ακολουθήσει σε προταθείσα τσάρκα στις εξοχές.
Πήραν το δρόμο για την Πυργέλλα και ξεμοναχιάστηκαν στις
σκιές του εργοστασίου της Αίγλης. Ξεκίνησαν με τα προκαταρτικά, τα οποία σύντομα
έμελε να τα ακολουθήσει απόπειρα περαιτέρω… εμβάθυνσης της σχέσης. Η κοπέλα,
όμως, αντέδρασε:
«Σαν πολύ βιάζεσαι εσύ!» του είπε και τον απώθησε.
«Ρε μανάρι μου, ρε καρδιά μου…».
Όμως, αυτή, ανένδοτη τού το ξέκοψε:
«Για ποια με πέρασες; Για καμιά του δρόμου;».
Είδε κι απόειδε ο Θανάσης πως προκοπή δεν γινόταν και
περιορίστηκε στην επανάληψη των… προκαταρτικών. Κι εκεί έμεινε το πράγμα.
Όμως, μ’ αυτά και μ’ αυτά η ώρα πέρασε και στο γυρισμό
συνειδητοποίησε πως το τρένο είχε προ πολλού σφυρίξει. Το επόμενο έφευγε στις 6
το πρωί. Πήγε γρήγορα στο σπίτι του και έκανε ένα κρύο ντους να ηρεμήσει. Την
έβγαλε ξύπνιος όλη τη νύχτα…
Φυσικά, το πρωί έφτασε με μεγάλη καθυστέρηση στον
προορισμό του αλλά την σκαπούλαρε φτηνά καθότι εκεί έχανε η μάνα το παιδί και
το παιδί τη μάνα. Έτσι, του έδωσαν φύλλο πορείας για τις Φέρες, στον Έβρο και
τον ξαπόστειλαν.
Κατευθυνόμενος προς τον Σταθμό Λαρίσης, έριξε μια ματιά στο χαρτί που του έδωσαν και
συνειδητοποίησε πως δεν είχαν γράψει ώρα και μέρα παρουσίασης στη μονάδα που
τον έστελναν. Κοίταξε γύρω του και εντόπισε έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Στον
Πειραιά, μία κυρία, ύπανδρος, τον περίμενε πλησίστια. Και εκεί έβγαλε τα
απωθημένα που τού είχε αφήσει η ατελέσφορη τσάρκα της προηγούμενης βραδιάς στην
Πυργέλλα… Αχ, αυτά τα νιάτα.
Στις Φέρες έφτασε, κατάκοπος, μετά από τρεις ημέρες. Έτσι
κι αλλιώς δεν τον χρειάστηκαν, αφού πόλεμος εκεί δεν έγινε…
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου