Τον πατέρα μου το Νίκο τον αγαπούσα. Τον αγαπούσα αλλά παρ’ όλο που μας άφησε κοντά ενενήντα τεσσάρων χρονών, δεν τον χόρτασα ούτε ποτέ κατάφερα να επικοινωνήσω μαζί του. Σαράντα ένα τα χρόνια της διαφοράς μας, τίποτε άλλο…
Διαφορά που είχε σαν
αποτέλεσμα να ζούμε σε άλλους κόσμους. Άλλα τα όνειρά του και άλλα τα δικά μου.
Με ήθελε επιστήμονα και δεν του βγήκε… Από ‘κει και πέρα δεν μπόρεσε να
καταλάβει… Δεν τού το έκανα το χατίρι. Και από ‘κει αρχίζουν τα… ανέκδοτα.
Όντας ιδρυτής εγώ ενός
πετυχημένου ραδιοφωνικού σταθμού, του «Ράδιο Ήρα», κάποια στιγμή πήρε το θάρρος
να με ρωτήσει:
«Και όταν με ρωτάνε οι φίλοι
μου, τι δουλειά κάνει ο γιός σου, τι να τους πω; Ότι βάζει τραγούδια;».
Δεν το είπε για να με
πληγώσει, απλά, έχοντας φάει τη ζωή του στα χωράφια, που κάποτε κατάφερε να τα
κάνει περιβόλια, δεν μπορούσε να καταλάβει.
Έτσι, άλλη μια φορά, κατά
την διάρκεια ενός ολιγόλεπτου διαλείμματος στο πρωινό μου πρόγραμμα, ήρθε με
φούρια και μου είπε:
«Πετάξου στο χωράφι (σ.σ.:
που είναι μπροστά από το σπίτι, όπου λειτουργούσε ο ραδιοσταθμός) να πεις στον
εργάτη να βάζει τα κλαρούδια από τα κλαδεμένα επάνω στα καβάλια».
Προσπάθησα να του εξηγήσω
πως σε δυο λεπτά έπρεπε να μπω πάλι μέσα και να συνεχίσω το πρόγραμμά μου. Κι
αυτός, αφού με περιεργάστηκε να δει αν σοβαρολογώ, μού αντιγύρισε:
«Και τι θα κάνουμε, δηλαδή,
θα αφήσουμε τη δουλειά μας για να βάζουμε τραγούδια;».
Αυτή η έλλειψη συναντίληψης
για την όποια σπουδαιότητα της δουλειάς μου, που δεν μπόρεσε ποτέ να την συνειδητοποιήσει,
τον μπέρδευε, καθώς και η αναγνωρισιμότητα που είχα, εξαιτίας της, στην
κοινωνία.
Έτσι, μια φορά που πήγα να
τον δω στο καφενείο του «Φασαρία», στο Άργος, όπου περνούσαν διάφοροι και με
χαιρετούσαν, γύρισε και μου είπε:
«Α, βρε Μπερτσέκη!».
Και όταν, με απορία τον
ρώτησα τι εννοούσε, μού διηγήθηκε μια ιστορία:
«Ήταν κάποιος Μπερτσέκης,
που τον ήξερε όλος ο κόσμος, σαν και σένα. Κάποτε πήρε των ομματιών του και
πήγε μετανάστης στην Αμερική. Εκεί που δούλευε σ’ ένα χωράφι, κάποιος τον
αναγνώρισε. Και όπως τον είχανε για… ελαφρόνε, σκαρφάλωσε πάνω σε ένα ψηλό
δέντρο και άρχισε να τού φωνάζει:
“Μπερτσέκη, Μπερτσέκη!”.
Κοίταξε να δει από πού
ερχότανε η φωνή και είδε κάτι πουλιά να πετάνε πάνω από τα δέντρα.
“Αει στο διάολο, ακόμα και
τα πουλιά της Αμερικής με ξέρουν;” αναρωτήθηκε, πέταξε την αξίνα, έβγαλε
εισιτήριο με το καράβι και γύρισε πίσω…».
Αχ, βρε μπάρμπα Νίκο, μού λείπεις…
Γιώργος
Ν. Μουσταΐρας
Πολύ καλό αφήγημα! Εκείνο που δίνει ουσία στο αφήγημα είναι μας μιλάει για προσωπικές ιστορίες ανάμνησης, πράγμα που δίνει αυθεντικότητα στις περιγραφές και στα σχόλια του κειμένου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ, με καθυστέρηση... Προσπαθώ πάντα να μην παρεμβαίνω στις περιγραφές.
ΑπάντησηΔιαγραφή