Ήταν η εποχή που ακόμα τα αυτοκίνητα έφερναν ένα γύρω την πλατεία τού Αγίου Πέτρου στο Άργος, λίγο παραδίπλα, νοτιοανατολικά, ήσαν τα ΚΤΕΛ και ο Σταύρος με τα σουβλάκια του και δυτικά το πάρκο, με το ΚΑΖΙΝΟ τού Τάκη τού Καλαντζή και την οδό Δαναού, που πέρναγε μπροστά του, ελεύθερη στην κυκλοφορία των οχημάτων.
Στην
Δαναού, δίπλα από εκεί που είναι τώρα το καφενείο τού Γιαννάτου, ήταν το καφενείο τού
Γιώργη τού Ζαχαράκη, με τα σφαιριστήρια στη στοά. Ο «ήρωας» της ιστορίας, όνομα
δεν λέω, υπολήψεις δεν θίγω, δούλευε κλητήρας στο Δημαρχείο. Μέσα στις
υποχρεώσεις του, πέραν των τοπικών εντός της πόλης ήταν και να μεταφέρει κάποια
έγγραφα σε υπηρεσίες στο Ναύπλιο. Για τις μετακινήσεις του εκτός της πόλης,
όπως ήταν φυσικό, πληρωνόταν το αντίτιμο των εισιτηρίων, για το πήγαινε - έλα
με το ΚΤΕΛ.
Αυτός,
όμως, αντί να πάει με το λεωφορείο της γραμμής, το ‘χε συνήθειο να ψάχνει να
βρει κάποιον γνωστό, που πήγαινε στο Ναύπλιο, ώστε να μένουν τα λεφτά στην
τσέπη του…
Εκείνη την
ημέρα, έψαχνε, έψαχνε, όμως αυτοκίνητο δεν έβρισκε. Ήταν έξω από τού Ζαχαράκη,
όταν συνάντησε τον Θανάση και πάνω στην κουβέντα τού είπε το πρόβλημά του.
Αμέσως αυτός τού έδειξε ένα αυτοκίνητο, παρκαρισμένο μπροστά στο διπλανό
μαγαζί. Ήταν τού Δανόπουλου, με τα πλαστικά δάπεδα και μετά με τις κουρτίνες.
«Είσαι
τυχερός. Να το αυτοκίνητό μου, τελειώνω σε λίγο μια δουλειά και φεύγω για το
Ναύπλιο. Μπες μέσα και περίμενέ με».
Μπήκε και
άραξε, σαν υπουργός, στο πίσω κάθισμα, έχοντας αγκαλιά τούς υπηρεσιακούς
φακέλους.
Η ώρα
πέρναγε, όμως, και ο Θανάσης δεν έλεγε να φανεί. Κανά δυο φορές σκέφτηκε να
φύγει, να αναζητήσει άλλο μεταφορικό μέσον αλλά δεν το αποφάσιζε. Κράταγε το
αντίτιμο των εισιτηρίων για ένα ουζάκι στου Παπακωνσταντίνου, στο Ναύπλιο, μετά
την δουλειά.
Ώσπου,
κάποια στιγμή η πόρτα άνοιξε και μια ηλικιωμένη γυναίκα κάθισε στο τιμόνι. Ήταν
πελάτισσα που ψώνιζε στου Δανόπουλου και μόλις είχε τελειώσει τα ψώνια της. Το
αυτοκίνητο ήταν δικό της αλλά αυτός δεν το ήξερε… Οπότε, με έκπληξη, τής φώναξε
από πίσω:
«Τι δουλειά
έχεις, κυρά μου, στ’ αμάξι;».
Η γυναίκα,
σοκαρισμένη, γύρισε, κοίταξε τον άγνωστο, που βρισκόταν στρογγυλοκαθισμένος στο
πίσω κάθισμα, και τού «έβαλε χέρι»:
«Εσύ να μου
πεις τι δουλειά έχεις στο αμάξι μου, αναιδέστατε! Βγες έξω γρήγορα μην φωνάξω
τον Τροχονόμο!».
Με πεσμένα
τ’ αυτιά του την έκανε, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Εκείνη τη μέρα έφυγε για το
Ναύπλιο με το ΚΤΕΛ, καθότι είχε ήδη περάσει η ώρα…
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου