Τετάρτη 1 Μαΐου 2024

Αν ξεχάσεις την οδό να θυμάσαι τον… Παραβάτη!

Ήταν τέλη Μαρτίου του 1975, που κατέβηκε δυο μονάδες η βάση εισαγωγής στις Ανώτατες και Ανώτερες Σχολές και έτσι θα μπορούσα να θεωρώ, πλέον, τον εαυτό μου ακαδημαϊκό πολίτη. Κοινώς θα ήμουν φοιτητής. Φοιτητής Κτηνιατρικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Το έμαθα πρωί – πρωί στο σπίτι της αδερφής της μάνας μου, της θείας Αντιγόνης, από τον θείο το Γιάννη, που το άκουσε στην τηλεόραση. Χαρούμενος, όπως ήταν φυσικό, πήγα στο περίπτερο και πήρα την εφημερίδα, που δημοσίευε την υπουργική απόφαση. Επόμενη κίνηση ήταν να πάρω το αστικό – το σπίτι ήταν στου Παπάγου – για να πάω στο Ιατρικό Φροντιστήριο, όπου παρακολουθούσα μαθήματα μέχρι την προηγουμένη, με την προοπτική να ξανάδινα εξετάσεις…

Μεγάλης διάρκειας η διαδρομή μέχρι το κέντρο της Αθήνας και εκεί που το λεωφορείο πλησίαζε την Λεωφόρο Αλεξάνδρας ένοιωσα αφόρητη την πίεση της… φύσης, ώστε πάτησα το κουδούνι και κατέβηκα δρομαίως με κατεύθυνση τα υπόγεια αποχωρητήρια, που υπήρχαν εκεί τότε.  Ήταν το πρώτο σοκ μέσα στην χαρά μου, που το ακολούθησε και δεύτερο, με την διαπίστωση πως δεν υπήρχε χαρτί υγείας! Ψύχραιμος κράτησα μόνο το κομμάτι της εφημερίδας που με ενδιέφερε…

Ξαλαφρωμένος ξαναπήρα λεωφορείο και κατέληξα στο φροντιστήριο, να κάνω το «κομμάτι» μου. Μετά πήρα το λεωφορείο για το Μπραχάμι, να πάω να πω τα νέα στην γιαγιά μου τη Χριστίνα.

Χάρηκε κι αυτή και ακόμα θυμάμαι την πλακατζίδικη ατάκα της:

«Και άμα βγεις Κτηνίατρος πώς θα σε φωνάζουμε; “Γιατρέ μου;”».

Τελικά, δεν της την έδωσα αυτή τη… χαρά.

Όπως ήταν φυσικό, αποχαιρέτησα και ευχαρίστησα τους θείους μου που με φιλοξενούσαν και επέστρεψα στο Άργος για να δω γονείς και αδελφή και να προετοιμάσω την άνοδό μου στην Θεσσαλονίκη.

Κατά την διαμονή μου στην πόλη πήγα στον «Ορφέα», που έπαιζε μια πολεμική ταινία, όπου συνάντησα τον φίλο και συμμαθητή Τάκη Γιαννούση, που ήταν ήδη φοιτητής στο Οικονομικό της Νομικής, στη Θεσσαλονίκη.

«Έχουμε πιάσει ένα τριάρι με τον Τάκη τον Παρασκευόπουλο και περισσεύει ένα δωμάτιο. Το νοίκι είναι φτηνό, 2.000 δρχ. Άμα είμαστε τρεις θα πληρώνουμε ο καθένας 666,66. Να ‘ρθεις, να μείνεις μαζί μας!».

Εγώ από Θεσσαλονίκη δεν σκάμπαζα γρι. Παρ’ όλο που ήμουνα ήδη ΠΑΟΚτσής, είχα μόνο ακουστά την Τούμπα και τον Πύργο τον Λευκό. Ο Τάκης προσπάθησε να με διαφωτίσει:

«Μένουμε πιο πάνω από την Καμάρα. Τέρμα Ολύμπου, οδός Ιουλιανού 11».

Και καθώς χωρίζαμε, φεύγοντας από το σινεμά, μού φώναξε:

«Αν ξεχάσεις την οδό να θυμάσαι τον… Παραβάτη!».

Τότε δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα…

Γιώργος Ν. Μουσταΐρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου