Ο Τάκης, καλός επαγγελματίας, με μαγαζί στο κέντρο του Άργους, είχε την ατυχία, σε μια στραβή, να σπάσει το πόδι του. Ταλαιπωρία, χειρουργείο, γύψος και, φυσικά, μέχρι να δέσει το κόκκαλο να πρέπει να κάτσει μακριά από το μαγαζί.
Ευτυχώς, ήτανε τυχερός μέσα στην ατυχία του να έχει κάνει μια καλή Ασφάλεια υγείας, χάρη σε έναν φίλο του ασφαλιστή…Κάποτε, επιτέλους έγιανε, γύρισε στο μαγαζί του, τσέπωσε
και μια καλή αποζημίωση, που δικαιούταν, από την ασφαλιστική εταιρία. Ο καιρός
περνούσε χωρίς ιδιαίτερα σκαμπανεβάσματα στη ζωή του, ώσπου το ‘φερε ο οξαποδώ
και το ξανάσπασε το πόδι του. Το ίδιο πόδι…
Ξάπλα στο κρεβάτι της Ορθοπεδικής, με το πόδι στο γύψο
ξανά, ελεεινολογούσε τον εαυτό του για την κακή του την τύχη, όταν χτύπησε το
κινητό:
«Ο κύριος Τάκης Τάδε;».
«Μάλιστα».
«Σας τηλεφωνούμε από την ασφαλιστική εταιρία για ένα
ατύχημα που είχατε…».
«Ναι, έκανα τη σχετική δήλωση στον ασφαλιστή μου».
«Για το πόδι που σπάσατε».
«Μάλιστα».
«Για να το σιγουρέψουμε, είναι το ίδιο πόδι που είχατε
σπάσει στο παρελθόν και σας αποζημιώσαμε;».
«Μάλιστα και οφείλω να σας ευχαριστήσω…».
«Δεν κάνει τίποτα. Ήταν συμβατική μας υποχρέωση. Όμως…».
«Όμως τι;».
«Ξέρετε, επειδή σπάσατε το ίδιο πόδι δεν δικαιούστε
δεύτερη φορά αποζημίωση!». Και του κλείνουν το τηλέφωνο!
Κόκκαλο ο Τάκης, προσπάθησε να πάρει πίσω αλλά η κλήση
ήταν με απόκρυψη. Ζήτησε από τη νοσοκόμα ένα ηρεμιστικό, χαλάρωσε και
προσπάθησε να βάλει τις σκέψεις του σε τάξη, μετά το σοκ της απόρριψης. Ο
ασφαλιστής του, που τον έψαξε, είχε το τηλέφωνο κλειστό… Τελευταία του ελπίδα ο
φίλος του ο δικηγόρος.
Τον κάλεσε αλλά ήταν απασχολημένος με μια σοβαρή δίκη και
δώσανε ραντεβού την επομένη, που θα είχε γυρίσει ο Τάκης στο σπίτι του. Έτσι κι
έγινε. Ο δικηγόρος, μάλιστα, που δεν ήξερε το λόγο της πρόσκλησης, τού έκανε
και πλάκα, φωνάζοντας κάτω από το μπαλκόνι του παθόντος:
«Πού ‘σαι κουτσούλιακα;»
Κατέβηκε ο άλλος με τις πατερίτσες και του έθεσε άμεσα το
ερώτημα:
«Δικαιούμαι αποζημίωσης έχοντας σπάσει ξανά το ίδιο πόδι,
ναι ή όχι;».
«Και φυσικά δικαιούσαι! Γιατί;».
Του περιέγραψε την τηλεφωνική συνομιλία και ο δικηγόρος
τον καθησύχασε, λέγοντάς του πως το βράδυ στο γραφείο του θα ασχολιόταν με την
υπόθεσή του.
Το βράδυ, φτάνοντας ο δικηγόρος στο γραφείο του
συναντήθηκε με τον αδερφό του, που τον περίμενε.
«Πού πας φουριόζος, μεγάλε αδερφέ;».
«Άσε, δεν ξέρω αν έμαθες για τον Τάκη, που έσπασε το πόδι
του…».
Και έκανε να του περιγράψει το όλο συμβάν με την
ασφαλιστική. Ο αδερφός του, όμως, τον έκοψε:
«Μην προχωράς. Τα ξέρω όλα. Αφού εγώ ήμουνα που τον πήρα
τηλέφωνο! Και επειδή ήξερα πως θα ζήταγε τη βοήθειά σου, έσπευσα να σε προλάβω…».
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου