Ο κύριος Αλέξανδρος είναι άνθρωπος σοβαρός και μετρημένος. Τώρα πια είναι συνταξιούχος, όμως σε κάθε ευκαιρία, όποτε το φέρει, φυσικά, η κουβέντα, του αρέσει να αναφέρεται σε περιστατικά της δουλειάς του, τότε που έκανε καριέρα ως κορυφαίο στέλεχος μεγάλης επιχείρησης.
Από όλες τις ιστορίες, που του αρέσει να λέει, ξεχωριστή
θέση στις αφηγήσεις του έχει αυτή με την ξαφνική και αδικαιολόγητη ευφορία που
τον διακατείχε έναν καιρό και για μεγάλο διάστημα. Ευφορία που σε συνδυασμό με
μια ταυτόχρονη μόνιμα θετική και αισιόδοξη οπτική της ζωής, προκαλούσε
δικαιολογημένο προβληματισμό στους συνεργάτες του.
Έμπαινε στη δουλειά το πρωί και καλημέριζε. Έβλεπε, όμως,
κάποιον υπάλληλο να μην είναι σε καλή διάθεση. Αμέσως, έσπευδε να του την
φτιάξει:
«Έλα ρε Παναγιωτάκη που κρέμασες προβοσκίδα πρωί – πρωί,
λες και σου βουλιάξανε τα καράβια. Τι είναι αυτό που σε έχει χαλάσει;».
«Ξέρετε, κύριε Αλέξανδρε, ο γιός μου αντί να κάτσει να
διαβάσει, που τελειώνει το Λύκειο, καβαλάει ένα μηχανάκι και χάνεται με τις ώρες
με κάτι γκομενοπαρέες».
«Ναρκωτικά να μην παίρνει Παναγιωτάκη και δεν χρειάζεται
να στεναχωριέσαι. Νέος είναι, βράζει το αίμα του!».
«Ναι, αλλά;».
«Αλλά δεν έχει. Αυτός το γλεντάει κι εσύ σκας. Ρε μπας
και ζηλεύεις που γερνάς; Γερό να ‘ναι το παιδί και κανείς δεν χάνεται!».
Το ότι άνοιγε τέτοιες κουβέντες με τους υπαλλήλους θα μπορούσε
να είναι φυσιολογικό, όμως ήταν κάτι που δεν χαρακτήριζε μέχρι πρότινος τον
κύριο Αλέξανδρο, που ήταν τυπικός και υπηρεσιακός, χωρίς πολλά – πολλά με τους άλλους
στη δουλειά. Αυτή η χαλάρωση στις σχέσεις του και το μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπό
του ήταν που προβλημάτιζε τους άλλους αλλά στο τέλος προβλημάτισε και τον ίδιο.
Έτσι, ένα απομεσήμερο που σχόλασε, γυρίζοντας στο σπίτι
αποφάσισε να πάρει τον γαμπρό του, τον γιατρό, που έμενε σε άλλη πόλη.
«Νικόλα, σε παρακαλώ, κάνε μου τη χάρη να έρθεις για ένα
βράδυ να μείνεις στο σπίτι μου. Έχω έναν προβληματισμό. Το και το…»
Για να μην μακρηγορώ, η παρουσία του γαμπρού του και η
παρατηρητικότητα του δευτέρου έδωσαν την ίδια νύχτα απάντηση στον προβληματισμό
του κουνιάδου.
Ο κύριος Αλέξανδρος συνήθιζε να κοιμάται το μεν καλοκαίρι
με την μπαλκονόπορτα τέντα, τον δε χειμώνα την είχε μισάνοιχτη. Κάτι μήνες
πριν, τότε που άρχισαν να του εμφανίζονται τα αδικαιολόγητα… συμπτώματα ευφορίας
και αισιόδοξης διάθεσης, είχαν εγκατασταθεί στο από κάτω διαμέρισμα φοιτητές,
που όπως αποδείχτηκε, τελικά, τα βράδια «φουντώνανε» κάτι τσιγαριλίκια ζόρικα,
που τα ντουμάνια τους φτάνανε μέχρι την κρεβατοκάμαρα από πάνω. Και όπως είναι
γνωστό στους παρεπιδημούντες περί την πιάτσα, υπάρχει σοβαρός και
αποδεδειγμένος λόγος που το χασίσι φέρει και τον χαρακτηρισμό… «χάχας»!
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου