Τρίτη 15 Ιουνίου 2021

Ο μικρός Λούης ποδηλατών & η μεγάλη τούμπα (Στ' Ανάπλι προπολεμικά)

Βρισκόμαστε δυο χρόνια πριν από τον Πόλεμο, καθώς η ελληνική κοινωνία προσπαθεί δειλά να βρει τους ρυθμούς της, βιώνοντας τα επίχειρα της Μικρασιατικής Καταστροφής, του Διχασμού, των πτωχεύσεων και των επακόλουθων της Παγκόσμιας Οικονομικής κρίσης.

Έτσι, η τεχνολογική Επανάσταση δεν έχει μπορέσει, ακόμα, να βρει την πόρτα να περάσει και να κάνει κοινωνούς των επιτευγμάτων της τους πολίτες της επαρχίας. Η γκαζόλαμπα, το μαγκάλι και το «φανάρι» για τα τρόφιμα αποτελούν βασικά απαραίτητα εφόδια των περισσότερων ελληνικών νοικοκυριών.

Η μετακίνηση, για τους προνομιούχους της εποχής, γίνεται ακόμη με το ποδήλατο. Για τους υπόλοιπους, τα κάρα και οι σούστες… Στ’ Ανάπλι, που μεταφερόμαστε χάρη στην ιστορία που ακολουθεί, το ποδήλατο αποτελεί μεταφορικό μέσον των νέων. Οι μεγάλοι «καθωσπρέπει» κύριοι της παλιάς πόλης (αυτό εννοείτο ως Ανάπλι τότε), εμπιστεύονται για τις μέσα στην πόλη μετακινήσεις τους τα πόδια τους και για τις μακρινές αποστάσεις παίρνουν ταξί ή το τρένο.

 Από αυτοκινούμενα οχήματα κυκλοφορούν ένα μόνο ιδιωτικό αυτοκίνητο (του Μελισσηνού) και τέσσερα Ταξί. Μαζί και κάποιες μοτοσυκλέτες. Κάτι λίγα φορτηγά και βασικά ο σιδηρόδρομος (ο μουτζούρης) καλύπτουν τις ανάγκες μεταφοράς εμπορευμάτων.

Όπου, η εμφάνιση ποδηλάτου χωρίς φρένα στα χέρια αλλά με κόντρα στο πεντάλ, αποτελεί κάτι το εξωπραγματικό. Σαν να λέμε, με σημερινά δεδομένα, σπορ αμάξι πολυτελείας!

Ένα τέτοιο, κάποια μέρα, απόκτησε ένας φίλος του Νίκου Λάμπρου και το έφερε στο μαγαζί του πατέρα του, Μιχάλη, στον Μεγάλο δρόμο. Ο δεκάχρονος αδερφός του Λούης, το έβλεπε και το λιγούρευε.

«Μικρέ σου αρέσει;» τον ρώτησε ο μεγάλος, βλέποντας την λαχτάρα στα μάτια του. «Άμα θες, πάρ’ το και κάνε μια βόλτα».

Δεν χρειάστηκε να του το πει δεύτερη φορά. Ο μικρός, νιώθοντας απέραντη χαρά, το καβάλησε και ξεκίνησε. Κατέβηκε στην Αμαλίας, και ευτυχισμένος απολάμβανε την διαδρομή.

Ο Μεγάλος δρόμος

Την ίδια ώρα, από το βάθος του Μεγάλου δρόμου έκαναν την εμφάνισή τους τρεις παπάδες, με τα κολλαριστά τους ράσα, κρατώντας στα χέρια τους από μια λευκή ομπρέλα, να τους προφυλάσσει από τις καυτές αχτίδες του ήλιου. Την ώρα που έφταναν μπροστά στο μαγαζί του Λάμπρου, να σου και ο Λούης που ανέβαινε από τον κάθετο δρόμο για να επιστρέψει στη βάση του.

Ο πατέρας του, βλέποντάς τον με καμάρι, αστειεύτηκε:

«Πάρε και κανένα παπά»…

Τι ήταν να το πει; Ο μικρός μπερδεύτηκε, βλέποντας πως με την φόρα που ερχόταν πήγαινε γραμμή κατά πάνω τους, έψαξε, ενστικτωδώς να βρει τα φρένα στο τιμόνι, φρένα δεν υπήρχαν, μόνο η κόντρα, που δεν είχε προλάβει να την μάθει και το κακό έγινε! Έπεσε επάνω στον μεσαίο παπά, ο διπλανός του που προσπάθησε να τον συγκρατήσει, παρασύρθηκε και στο τέλος και οι τρεις βρέθηκαν ξαπλωμένοι μέσα στις σκόνες, σε κακά χάλια. Αλλού ο παπάς και αλλού τα ράσα του, κυριολεκτικά!


Ο πατέρας Λάμπρου, παρακολουθώντας τη σκηνή να ξετυλίγεται μπροστά του, με ρυθμούς κινηματογραφικής φάρσας, ήταν φυσικό να μην μπορέσει να συγκρατήσει τα γέλια του. Με αποτέλεσμα να τα ακούσει από τον μεσαίο παπά, τον χοντρό:

«Μπράβο σας κύριε Μιχάλη. Ωραίες συμβουλές δίνετε στον γιό σας!»

Άσπρισε από την στεναχώρια του ο κυρ Μιχάλης, καθώς ο δρόμος ήταν γεμάτος από καταστηματάρχες και πελάτες που απολάμβαναν μεν τη σκηνή αλλά άκουσαν και την παρατήρηση. Επόμενο ήταν, να του κοπούν τα γέλια και να αναζητήσει τον φυσικό αυτουργό της ανατροπής.

«Αν με έπιανε εκείνη τη στιγμή, ακόμα θα έτρωγα ξύλο», εξομολογήθηκε ο κύριος Λούης, καθώς διηγείτο στην παρέα μας, τις προάλλες, το περιστατικό. «Ευτυχώς, ο αδερφός μου πρόλαβε και με έκρυψε κάπου μέσα στο μαγαζί και δεν μπόρεσε να με βρει. Με πέτυχε το μεσημέρι στο σπίτι, στο φαγητό. Τις έφαγα, φυσικά αλλά, ευτυχώς, είχε ήδη ξεθυμάνει και μου έπεσε απάλαφρα…»

Γιώργος Ν. Μουσταΐρας


Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του Γιώργου Καρατάσου. 

Στην επάνω εικονίζεται το μαγαζί του Λάμπρου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου