Ο μπάρμπας του φίλου μου του Αντώνη ήταν οινόφλυξ, κοινώς το «έτσουζε» για τα καλά.
Και για να δώσουμε το μέγεθος της κρασοκατάνυξης, μιλάμε για δυο λίτρα κρασί στην καθισιά του, σε καθημερινή βάση και σε σταθερό ρυθμό, επί σειρά ετών. Αποτέλεσμα, οργανισμός ήταν αυτός, του έβγαλε μια κίρρωση ήπατος που εξελίχθηκε ταχύτατα σε καρκίνο.Ήταν αρχές της δεκαετίας του 80, που προέκυψε το πρόβλημα
αλλά ο μπάρμπας δεν το έβαλε κάτω. Χτύπησε μια μέρα το τηλέφωνο του Αντώνη.
Ήταν η θειά του:
«Έλα Αντώνη μου, ο θείος σου είναι χάλια με το συκώτι
του…».
«Το ξέρω βρε θειά, με τόσο που πίνει».
«Δεν πίνει, πια, το έκοψε!».
«Το έκοψε αφού τον έκοψε!».
«Τι να κάνω, να τον σκοτώσω; Αλλά έμαθε ένα καλό νέο και
θέλει την βοήθειά σου».
«Πες μου και αν μπορώ…».
«Να, είναι ένας πρακτικός γιατρός σε ένα χωριό της
Κορινθίας, που φτιάχνει ένα θαυματουργό φάρμακο από καβουρόζουμο. Ένα κι ένα
για τον καρκίνο! Να με έπαιρνες να πάμε με το αμάξι να του το φέρουμε;».
«Τι να πω ρε θειά, ό,τι πεις. Ας πάμε».
Πήραν το δρόμο και κάποια στιγμή φτάσανε στο χωριό με το
«θαυματουργό» καβουρόζουμο. Διεύθυνση δεν ξέρανε, ρωτήσανε και τους δείξανε ένα
σπίτι πιο κάτω από την πλατεία. Απ’ έξω ουρά ο κόσμος. Ήσαν καμιά
εικοσιπενταριά αυτοί που περιμένανε. Βάζει ο Αντώνης τη θειά του στη σειρά και
μια που φαινόταν πως θα καθυστερούσανε πήγε απέναντι στο καφενείο να πιει καφέ.
Κάποια στιγμή ήρθε και η σειρά τους. Μπήκανε στο σπίτι
και προχώρησαν στο καθιστικό, όπου τους υποδέχτηκε ο πρακτικός. Σε ένα
τραπεζάκι, στρωμένο με λευκό τραπεζομάντηλο ήτανε μία κανάτα με κάποιο υγρό και
δίπλα ένα καλαθάκι σκεπασμένο.
Ρωτάει ο Αντώνης:
«Πώς το φτιάχνεις το φάρμακο γιατρέ;».
«Μαζεύω καβούρια, τα στουμπάω στο χαβάνι και σουρώνω το
ζουμί τους!»
«Θαλασσινά η ποταμίσια;» ξαναρωτά, περίεργος και
φιλομαθής ο Αντώνης….
«Ποταμίσια!».
Τέλος πάντων, τους γέμισε ένα μπουκαλάκι μισό λίτρο και ετοιμάζονται
να φύγουν. Ρωτάει η θειά:
«Τι κάνει να πληρώσουμε γιατρέ;».
Ο «γιατρός» εξανέστη:
«Μα δεν παίρνω λεφτά! Αλλά αν επιμένετε, σηκώστε το
καπάκι στο καλαθάκι και αφήστε ό,τι προαιρείσθε. Όχι για το φάρμακο αλλά για
τον κόπο».
Σήκωσε το καπάκι η θειά και ακούμπησε μέσα ένα
πενηντάρικο, πάνω σε έναν σωρό από κατοστάρικα και πεντακοσάρικα. Ο «γιατρός»
δεν φάνηκε ενθουσιασμένος αλλά δεν μίλησε. Πήραν το καβουρόζουμο και βγήκανε
στον δρόμο για το Άργος.
Όλος χαρά το ήπιε ο μπάρμπας, δίνοντας την ευχή του στον
ανιψιό. Μετά από δυο μέρες πέθανε. Τσάμπα πήγαν το ταξίδι, η αναμονή και το
πενηντάρικο…
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου