Ο Μήτσος από το Λυγουριό ήταν σε όλα του καλός. Καλός οικογενειάρχης, καλός επαγγελματίας και προπαντός καλός φίλος. Στις παρέες πρώτος, πρώτος στις πλάκες, πρώτος και στην οινοποσία. Όπου δεν είχε μέτρο άμα το κρασί ήτανε καλό. Τότε ήταν που γινότανε αλιάδα…
Ήταν Μεγάλο Σάββατο και υπήρχε σοβαρός φόβος να μπλέξει
με παρέα – ήτανε περιζήτητος – και το βράδυ στην Ανάσταση να μύριζαν τα χνώτα
του κρασί. Έτσι, η κυρά του τον ξαπόστειλε σ’ ένα χωράφι που είχανε, να
δουλέψει, μπας και αποφύγει τους πειρασμούς της ημέρας.
Στο χωράφι, δούλεψε όσο δούλεψε, τον έπιασε και ο
μεσημεριάτικος ήλιος, που βάραγε κατακούτελα και άραξε κάτω από μια σκιά να
ξαποστάσει. Εκεί που ξαπόσταινε διάκρινε από το βάθος να πλησιάζει κάποιος με πέντε
μουλάρια φορτωμένα. Όταν τον έφτασε χαιρετιθήκανε:
«Καλώς τον
πατριώτη!».
«Καλώς σε βρήκα και σένανε».
«Πούθε έρχεσαι και πού τραβάς, αν επιτρέπεται;»
«Έρχομαι από τη Νεμέα, φορτωμένος ασκιά με κρασί και πάω
στο Κρανίδι να τα πουλήσω».
Γυάλισε το μάτι του Μήτσου ακούγοντας τη λέξη κρασί.
«Και είναι καλά τα κρασιά σου;».
«Θέλει και ρώτημα; Η Νεμέα βγάζει τα καλύτερα. Γι’ αυτό
με προτιμούνε οι πελάτες μου και κάνω τόσο δρόμο να τους τα πάω!».
«Να δοκίμαζα λίγο, να σχηματίσω γνώμη; Έχω κι εγώ
μαγαζί…».
Δοκίμασε από το κόκκινο, δοκίμασε κι από το λευκό, πήρε
και μια ιδέα από το ροζέ…
«Σάμπως καλά μου φαίνονται, πατριώτη!».
«Εμ, τι; Θα κίναγα τόσο δρόμο για να κουβαλάω δεύτερο
πράμα;».
«Να δοκίμαζα λιγάκι ακόμα, να κρίνω στα σίγουρα;»
Δεν καλάρεσε στο Νεμεάτη η ιδέα αλλά τι να πει;
«Άντε και να δοκιμάσεις αλλά να μου μείνει και για τους
πελάτες…» τον πείραξε…
Ξαναδοκίμασε και έδωσε τα εύσημά του:
«Πρώτο πράμα, καλοπούλητο να ‘ναι!».
Ευχαρίστησε ο Νεμεάτης και ξαναπήρε το δρόμο του.
Όταν πήρε την απόφαση ο Μήτσος να γυρίσει στο χωριό
τρέκλιζε. Μπορεί να μην είχε πιεί πολύ αλλά το είχε πιεί ξεροσφύρι, είχε
ανακατέψει και τα κρασιά…
Όταν τον είδε να καταφτάνει η γυναίκα του τον κατάλαβε:
«Πού πήγες ευλογημένε μου κι έμπλεξες; Δεν σε έστειλα στο
χωράφι για να μην πιείς;».
«Γυναίκα, εδώ κάνεις λάθος. Δεν το βρήκα εγώ το κρασί, αυτό
με βρήκε!».
«Και τώρα τι κάνουμε, στην κατάστασή σου;».
«Πήγαινε εσύ στην εκκλησία να αναστήσεις και άσε με εμένα
να ξεραθώ στον ύπνο!».
Και έκανε Ανάσταση ροχαλίζοντας.
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου