Ο φίλος μου ο Νίκος, ο γιατρός, ερωτεύτηκε. Και δεν ήταν από τους τύπους που ερωτεύονταν εύκολα. Ήταν όμως η γυναίκα «λαχείο», όμορφη και με χαρακτήρα και ήξερε πως ήταν η ιδανική για να φτιάξει μαζί της οικογένεια.
Έτσι, το αποφάσισε. Θα παντρευόταν. Κανόνισε την εκκλησία, βρήκε τον κουμπάρο, έμενε να φτιάξει και το κατάλληλο κοστούμι, το γαμπριάτικο. Μια φορά παντρεύεται κανείς, σκέφτηκε – σε αυτό ήτανε απόλυτος και παραμένει – έτσι δεν θέλησε να πάει στην εκκλησία να περιμένει τη νύφη με κοστούμι ετοιματζίδικο. Δεν τον ένοιαζε τι κάνουν οι άλλοι, αυτός το γαμπριάτικό του το ήθελε κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του κι από κασμίρι. Έτσι διάλεξε έναν καλό ράφτη της Αθήνας, που είχε το ραφείο του στην οδό Βουλής.Την μέρα που ο ράφτης τού έπαιρνε τα μέτρα, να σου και
σκάει μύτη στο ραφείο ο Γιώργος Ζαμπέτας, με το κλασικό καβουράκι του, όπου
δίκην φτερού στο πλάι είχε περασμένα τρία διπλωμένα… χιλιάρικα! Ήταν γείτονες
με τον ράφτη στο Αιγάλεω και συνήθιζε να περνάει από το μαγαζί του, να τα λένε.
Κόβει το Νίκο, βλέπει και τον φίλο του με τη μεζούρα και
ρωτά:
«Τι θα την κάνουμε την κουστουμιά, ρε μάγκα; Κάποια
εξαιρετική περίπτωση;»
«Παντρεύομαι και είπα να φορέσω κάτι καλό για την
περίσταση».
«Το σκέφτηκες καλά;»
«Το σκέφτηκα!».
«Ξανασκέψου το».
Ενδιάμεσα στην κουβέντα έπαιρνε και την γυναίκα του στο
σπίτι – ο Ζαμπέτας – και της έστελνε φιλάκια.
Ο ράφτης συνέχισε να παίρνει μέτρα, ρώτησε και το Νίκο αν
είναι «δεξιός» ή «αριστερός», για να πέφτει σωστά ο καβάλος στο παντελόνι, ο
Ζαμπέτας πέταξε ακόμα δυο – τρεις προειδοποιήσεις στον υποψήφιο γαμπρό και
αποχώρησε.
Όταν με το καλό είχε ολοκληρωθεί το κοστούμι και γινότανε
η τελική πρόβα, εμφανίζεται ξανά ο Ζαμπέτας στο ραφείο. Αναγνωρίζει το Νίκο,
τον κόβει από πάνω μέχρι κάτω και παρατηρεί:
«Βλέπω πως επιμένεις!».
«Επιμένω!».
«Εγώ σου είπα να το ξανασκεφτείς».
«Το σκέφτηκα αλλά γνώμη δεν άλλαξα».
«Καλά, αφού επιμένεις, να σου κάνω μια ερώτηση;».
«Κάνε την».
«Γιατί λες ο γάμος ονομάζεται μυστήριο;».
«Γιατί είναι ένα από τα επτά Μυστήρια της εκκλησίας».
«Δεν είναι γι’ αυτό!».
«Αλλά;».
«Τον λένε μυστήριο γιατί αφού παντρευτείς δεν ξέρεις τι
σε περιμένει μετά!».
Το είπε και αποχώρησε…
Ευτυχώς, μετά τον γάμο δεν υπήρξαν δυσάρεστες εκπλήξεις,
η ζωή κυλούσε όμορφα για το ζευγάρι, που απόκτησε και δύο αγόρια.
Τα χρόνια περνούσαν, τα παιδιά μεγάλωναν και ήταν Γενάρης
του 1992, όταν ο φίλος μου με την γυναίκα του είχαν ανεβεί στην Αθήνα και
κάθισαν σε ένα μαγαζί να πιούν καφέ. Όπως πίνανε τον καφέ, ο Νίκος αντιλήφθηκε
ότι στο βάθος, σε μια παρέα, καθόταν και συζητούσε ο Ζαμπέτας, που δεν φαινόταν
να είναι σε καλή κατάσταση. Ήταν γνωστό πως είχε σοβαρό πρόβλημα υγείας. Πρόσεξε,
επίσης, πως από την μια τράβαγε τζούρα απ’ το τσιγάρο του, που κρατούςε στο ένα
χέρι και μετά έκανε εισπνοές από το αερολίν, που κρατούσε στο άλλο. Πήρε την
απόφαση να πάει να του μιλήσει.
«Γειά σου δάσκαλε»
Γύρισε ο Ζαμπέτας και τον κοίταξε. Τον αναγνώρισε, παρά
τα χρόνια που είχανε περάσει.
«Τελικά το προχώρησες και παντρεύτηκες».
«Ναι».
Γύρισε και κοίταξε στο βάθος τη γυναίκα του Νίκου και τον
ρώτησε:
«Είναι η;».
«Ναι, δάσκαλε».
«Είσαι ευχαριστημένος;»
«Είμαι!».
Δεν σχολίασε. Ο φίλος μου, όμως, δεν κρατήθηκε:
«Να σου κάνω κι εγώ μια ερώτηση;»
«Κάνε μου».
«Αφού το έχεις το πρόβλημα, τι το θες και συνεχίζεις με
το παλιοτσίγαρο;»
«Άκου να σου πω. Όταν η πουτάνα θα κόψει το γ@μίσι θα
κόψει κι ο Ζαμπέτας το τσιγάρο!».
«Καλά δάσκαλε, ό,τι πεις!».
«Επειδή ξέρω πως δεν θα σε ξαναδώ, κοίτα να είσαι και να περνάς
καλά! Έχε γειά!»
Και αποχαιρετιθήκανε.
Δεν ξαναειδώθηκαν. Σύντομα, στις 10 Μαρτίου, ο Γιώργος
Ζαμπέτας αναχωρούσε για το μεγάλο ταξίδι…
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
………………
Η εικόνα είναι του ζωγράφου Κώστα
Σπυριούνη, φιλοτεχνημένη για το γραμματόσημο, που κυκλοφόρησε το 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου