Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Πανδούρα –Ταμπουράς: Οι πρόγονοι του μπουζουκιού


"Τον ταμπουρά μου έσπασα 
από 'ξω απ' την αυλή σου 
αμάν γιατί φιλί δε μου 'δωσε 
αυτή η αδελφή σου."

ηχεί η πλάκα του γραμμοφώνου με την φωνή του Δημήτρη Περδικόπουλου, του φημισμένου δημοτικού τραγουδιστή και τον συνοδεύει με το μπουζούκι του ο Βασίλης Τσιτσάνης (1937).

Το τραγούδι γεφυρώνει ιδανικά μια ιστορία αιώνων, που ξεκινά από την πανδούρα – ταμπουρά και καταλήγει στις μέρες μας στο μπουζούκι.


Ταναγραία κόρη με πανδούρα. 
(4ος αιώνας π.Χ., Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο-Αθήνα)

Ξεκινώντας να την ψηλαφήσουμε θα πάμε πίσω στους αιώνες για να βρούμε τους προγόνους του σημερινού μπουζουκιού, τότε που το τρίχορδον έπαιζε τον αψύν αντικρυστόν στα γλέντια των Ελλήνων (σημερινό ζεϊμπέκικο).


Ελληνική πλάκα 5ου π.Χ αι. 
(Buchner, Alexander. Colour Encyclopedia of Musical Instruments. Prague, 1980 )

Σύμφωνα με τους μελετητές, τα έγχορδα αρχαία μουσικά όργανα διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:

 "Στην πρώτη κατηγορία, λύρας, κιθάρας, ανήκουν η φόρμιγξ, η κίθαρις και η βάρβιτος.
Στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα λεγόμενα ψαλτικά όργανα.
Η τρίτη κατηγορία αντιπροσωπεύεται από ένα και μοναδικό όργανο: το τρίχορδον. Το τρίχορδο είχε μικρό σώμα και μακρύ βραχίονα και παιζόταν με πλήκτρο. Λεγόταν επίσης πανδούρα, πανδουρίς και πάνδουρος.
Κατά τον Πυθαγόρα η πανδούρα, σε μια πρώτη της μορφή, κατασκευαζόταν από τους τρωγλοδύτες της Ερυθράς Θαλάσσης, από λευκή δάφνη που φυτρώνει στις ακτές της" (Θεώνη Παγκάλου-Ζερβού, περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 262).


Μαρμάρινο ἀνάγλυφο ἀπὸ τὴν Μαντινεία, 4ος αἰ. π.Χ., ὅπου ἡ πανδούρα παίζεται ἀπὸ μία μούσα καθισμένη σὲ ἕναν βράχο. (Ἐθνικὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσείο)

Φαίνεται πως πέραν της μορφής του (που προσομοιάζει με τον σημερινό μπαγλαμά και την βλέπουμε στο ανάγλυφο της Μούσας από τη Μαντίνεια στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ή ακόμα με τζουρά, όπως απεικονίζεται στην σαρκοφάγο από τα Musei Capitolini - Ρώμη) και οι τρόποι κατασκευής παρέμεναν αναλλοίωτοι, στο πέρασμα του χρόνου.


Σαρκοφάγος Musei Capitolini (φωτογραφικό αρχείο γράφοντος)

" Όξέαν ξύλον έκοψεν, της δάφνης την καρδίαν,
ταμπούραν εκατόρθωνεν, ταμπούραν κατορθώνει..."
(ακριτικό τραγούδι).

Η εξέλιξη της ονομασίας του τριχόρδου έως τις μέρες μας περίπου, ακολούθησε την εξής σειρά: Πανδουρίς-Πανδούρα- Φανδούρος-Θαμπούρα-Ταμπούρα-Ταμπουράς-Ταμπούρι- Τσιβούρι.


Ρωμαϊκή ή Βυζαντινή Πανδούρα από ψηφιδωτό του 6ου αι. Μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη.

Ο λόγιος και μουσικοδιδάσκαλος Χρύσανθος, Αρχιεπίσκοπος Δυρραχίου, εκ Μαδύτων (1770-1846), στο βιβλίο του "Θεωρητικόν Μέγα της Μουσικής", το οποίο εκδόθηκε στην Τεργέστη το 1832, (σελ 194-195), αναφέρεται στο ίδιο μουσικό όργανο χρησιμοποιώντας το ίδιο όνομα, "Πανδουρίς", και δίνει και άλλες επονομασίες, όπως "Πανδούρα" ή "Φανδούρος" και μια πιο σύγχρονη εκείνης της εποχής, "ταμπουράς", που είναι και το όνομα που χρησιμοποιούσαν για παραλλαγές του μπουζουκιού κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας:

"Από τα μελωδικά όργανα η πανδουρίς έρχεται ευκολώτερα εις δίδαξιν και σαφεστέρως γνωρίζονται επάνω εις αυτήν οι τόνοι, τα ημίτονα και απλώς κάθε διάστημα. Λέγεται δε και Πανδούρα, και Φανδούρος καθ' ημάς δε, Ταμπούρα, ή Ταμπούρ. Έχουσα δε δύο μέρη, την σκάφην και τον ζυγόν, επί τούτου δεσμεύονται οι τόνοι και τα ημίτονα , καθώς ελαλήθη (κεφ. 63, 64).
Είναι δε τρίχορδος η πανδουρίς, και η μέν πρώτη χορδή βομβεί τον δί(Σολ), η δεύτερο τον γα(Φα), και η τρίτη, τον πα(Ρε), οι δε δεσμοί των τόνων, επειδή είναι κινητοί , είναι δυνατόν να γίνωνται κατά τα σωζόμένας μουσικάς εις κάθε έθνος. "


Απόσπασμα γκραβούρας υπό τον τίτλο (μετάφρ.) “Παλιές και νέες εθνικές ενδυμασίες της Ελλάδος”, σχέδιο του ανταποκριτή στην Αθήνα, L' Univers Illustre 2-11-1867, No 668, p. 692 - 
(Αρχείο Πέτρου Μουστάκα)

Στο τέλος αυτής της εποχής συναντούμε την τούρκικη ονομασία "μπουζούκ" για το ίδιο μουσικό όργανο, που στα ελληνικά έγινε "μπουζούκι". (Μαρία Κωνσταντινίδου -"Κοινωνιολογική Ιστορία του Ρεμπέτικου").
Αν το νέο όνομα προέρχεται από το τουρκικό Bozuk/ σπασμένο , μάλλον έχει να κάνει με το είδος κουρδίσματος , ότι δηλαδή το όργανο "έσπαγε/άλλαζε" κουρδίσματα. Αν το όνομα προέρχεται από το Περσικό Bozurg τότε σημαίνει Μεγάλο και έχει να κάνει με το μέγεθος, διότι όντως το μπουζούκι είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος ταμπουράς. ( Σημ.: υπάρχει και μία ασθενής και όχι επαληθευμένη άποψη ότι προέρχεται από το βυζαντινό "βυζίον" ή " μπουζίον", λόγω του σχήματος του ηχείου του).
Σε κάθε περίπτωση ο ταμπουράς που ονομάστηκε μπουζούκι και χρησιμοποιείτο από τους Έλληνες (αρχικά για δημοτικό ρεπερτόριο), στα τέλη του 19ου αιώνα (απροσδιόριστο πού και πότε ακριβώς), δανείστηκε και ενσωμάτωσε τα χαρακτηριστικά του μαντολίνου ή μαντόλας στο σκάφος/ ηχείο, καθώς και την συγκερασμένη ταστιέρα με μεταλλικά πλέον χωρίσματα διαστημάτων (αφήνοντας οριστικά τους δεσμούς – μπερντέδες), όπως και τα μηχανικά -τροχαλίες κλειδιά κουρδίσματος  (αφήνοντας οριστικά τα ξύλινα στριφτάρια κουρδίσματος), ενώ δεν υιοθέτησε το κοντό μάνικο του μαντολίνου, αντιθέτως κράτησε το μακρύ μάνικο του ταμπουρά. Αυτό το νέο υβρίδιο μεταξύ ταμπουρά και μαντολίνου μας έδωσε κατασκευαστικά το ΔΙΑΚΡΙΤΟ από όλα τα άλλα ταμπουροειδή/ μπουζουκοειδή (Συρίας, Λιβάνου, Κουρδιστάν), μουσικό όργανο που λέγεται νεοελληνικό μπουζούκι. (rebetikoback.blogspot.com)


A Greek Musician - Mullet 1890

Ο Gazimihal αναφέρει επίσης ότι ο όρος "bozuk duzen" χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να περιγράψει το πρωτόγονο, "εκτός τόνου", "κακό" παίξιμο των αγροτικών λαουτοειδών της Ανατολικής Ανατολίας. Πιστεύει πως από τον όρο "bozuk duzen" αργότερα αποσπάστηκε το "bozuk", για να υποδηλώσει το όργανο το οποίο ήταν ανεπαρκές για να παίξει τους διαφορετικούς ήχους / τρόπους της Ανατολής, καθώς ήταν κουρδισμένο διαφορετικά ή ότι όφειλε να αλλάξει το κούρδισμα (το ντουζένι), για να το καταφέρει. Εν κατακλείδι, ο όρος "bozuk" φαίνεται να ξεκίνησε για να περιγράψει και να χαρακτηρίσει τύπο κουρδίσματος (ντουζένι) για να παίξει ένα λαουτοειδές τις διαφορετικές μουσικές κλίμακες, "δρόμους" για τους Έλληνες, "μακάμ" για τους Άραβες. Μετέπειτα επεκτάθηκε ο όρος για να χαρακτηρίσει τώρα πλέον το λαουτοειδές έγχορδο όργανο, που ήταν κουρδισμένο με το συγκεκριμένο τρόπο. (Ελένη Σπυροπούλου/www.klika.gr)


Ο Ελληνας τραγουδιστής (1855)

"Εγώ τα ’μαθα από διαφόρους παλαιούς μπουζουξήδες, που έπαιζαν εκείνα τα χρόνια, διότι δεν εξέρανε οι άνθρωποι αυτοί να παίζουν ευρωπαϊκά και έπαιζαν έτσι, μ’ αυτά τα ντουζένια... Αυτοί παίζανε μπουζούκια και δεν είχαν κλειδιά, αλλά στριφτάρια από ξύλο. Και αντί τάστα είχαν άντερα. Δεν τα πρόκανα εγώ. Όχι. Αλλά ξέρω από την πατρίδα μου που τα λέγανε τσιβούρια". (Μάρκος Βαμβακάρης -Αυτοβιογραφία).


Φουστανελλάς με ταμπουρά

Βέβαια, οι διάφορες ονομασίες του τριχόρδου που αναφέραμε δεν αντικαθιστούσαν απαραιτήτως τις προηγούμενες. Κάλλιστα συνυπήρχαν και σαν ονομασίες του ιδίου οργάνου ή και σαν ονομασίες παρεμφερών οργάνων.

Ένα δημοτικό λέει: "Λαλούσε και τον ταμπουρά και το καραμπουζούκϊ'.
Εδώ, προφανώς, έχουμε δύο όργανα. Όμως, αν ανατρέξουμε στο τραγούδι " Γιοβάν Τσαούς", του Γιάννη Ετσειρίδη (Γ. Τσαούς), διαβάζουμε:
"Το μπουζούκι μου βαστάω..."
και σε μια άλλη στροφή του ίδιου τραγουδιού:
" ο Γιοβάν Τσαούς βαράει το μπουζούκι του γλυκά...".
Περνώντας, όμως, σε ένα άλλο τραγούδι του ιδίου (Γ. Τσαούς) ακούμε κατά τη διάρκεια της εισαγωγής, τον Στελλάκη Περπινιάδη να αναφωνεί:
"Γεια σου Γιοβάν Τσαούς με το ταμπούρι σου"!
Και βέβαια, επειδή ήταν και φημισμένα τα όργανα του Γιοβάν Τσαούς, γνωρίζουμε ότι είχε: "2 τρίχορδους ταμπουράδες, ο μεγάλος με ελεύθερο μήκος χορδής 64 εκατοστά και ο μικρός αντίστοιχα με 52 εκ... Όσον αφορά στη μορφή, διατηρούν το σχήμα του ταμπουρά που συναντάμε σε γκραβούρες, πίνακες ζωγραφικής, χαλκογραφίες, εικονογραφίες κ.λ.π. του 17ου, του 18ου και του 19ου αιώνα". (Παναγιώτης Κουνάδης, "Τα όργανα του Γιοβάν Τσαούς").
Δηλαδή, σε αυτήν την περίπτωση οι ονομασίες μπουζούκι και ταμπούρι χρησιμοποιούνται για να περιγράφουν το ίδιο όργανο.


Το ταμπούρ του Γιοβάν Τσαούς

Εκτός, όμως, από τα γραπτά στοιχεία, που πέραν πάσης αμφιβολίας αποδεικνύουν ότι η εξέλιξη του αρχαιοελληνικού τριχόρδου είναι τα μπουζούκια και οι μπαγλαμάδες του σήμερα, υπάρχουν και οι ζωγραφικές παραστάσεις. Έτσι, στα Βυζαντινά ψηφιδωτά και τις αγιογραφίες, στις ζωγραφιές της τουρκοκρατίας, σε γκραβούρες περιηγητών, στους πίνακες του Νικηφόρου Λύτρα, του Θεόφιλου και του Βρυζάκη, βλέπουμε τη διαδρομή του τριχόρδου ανά τους αιώνες, που φυσικά διατηρήθηκε μέχρι τις μέρες μας τρίχορδο, άλλοτε με τρεις μονές και άλλοτε με τρεις διπλές χορδές. Αλλά και σε παραλλαγές, όπως με τριπλή μπουργάνα (η πάνω χορδή) ή με μονή την μεσαία.


Νικηφόρου Λύτρα: "Ο γαλατάς" (1895). 
(Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας - Μουσείο Αλεξ.Σούτζου)

Ο Κατσαντώνης αλλά και ο Ρήγας και ο Κολοκοτρώνης αναφέρονται "να σέρνουν όπου πήγαιναν τον ταμπουρά και να ξεχνιούνται με ένα κλέφτικο τραγούδι". Ταμπουρά έπαιζε και ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο φυλάσσεται ο ταμπουράς που θεωρείται ότι του άνηκε. Αναπαλαιώθηκε από τον Νίκο Φρονιμόπουλο, ο οποίος, μελετώντας τα αρχικά του κατασκευαστή του - τα οποία ήταν σκαλισμένα στον ταμπουρά - ανακάλυψε τον Λεωνίδα Γάιλα, τον δημιουργό αυτού του οργάνου. (Μελαχροινού Μαρία - Πειραματικό Μουσικό Γυμνάσιο και Λύκειο Παλλήνης)


M. Rörbye, 1835 Ο Λεωνίδας Γάιλας από την Αθήνα, Κατασκευαστής Μπουζουκιών

Το μπουζούκι, όργανο προικισμένο με τη δυνατότητα έκφρασης στο ακέραιο, ακραίων συναισθηματικών καταστάσεων (έρωτα, χαράς, πόνου) έχει καταγραφεί στα δημοτικά τραγούδια, στις λαϊκές αφηγήσεις, στη λογοτεχνία:

"Το παιδί ήξερε και λαλούσε πολύ καλά τον ταμπουρά. Τον ελάλησε και το βράδυ και τον ήκουσε η Βασιλοπούλα. Το πουρνό η όμορφη του τόπου είπε της γριάς:
-  Γριά, ποιον είχες εδώ στο σπίτι σου και λαλούσε τον ταμπουρά τόσο καλά;
-  Ένας ξένος ήρθε, βασιλοπούλα μ’, είπε η γριά, και τον λαλούσε.
- Να του πεις να ’ρθει να τον ανταμώσω, είπε η βασιλοπούλα.
Πήγε το παιδί στη βασιλοπούλα και το ρωτούσε, από ποιον τόπο είναι, πως πολύ της άρεσε ο ταμπουράς και θέλει να το πάρει άντρα.
…………………………………
Σαν δεν ήκουσε η βασιλοπούλα τον ταμπουρά, του φώναξε:
-  Γιατί δεν λαλείς απόψε τον ταμπουρά, μόν’ είσαι συλλογισμένος;
Και το παιδί τής μολόγησε όσα του είπε ο Βασιλιάς.
-  Και γι’ αυτό χολιάζεις; του είπε η βασιλοπούλα. Λάλησε τον ταμπουρά γλήγορα για να γλεντήσουμε λίγο κι αύριο το πουρνό έλα απ’ εδώ.
Ελάλησε τον ταμπουρά το παιδί όλο το βράδυ κι εγλέντησαν πολλά". ("Τα δυμάρικα").

Μεγάλος καταφερτζής ο ταμπουράς, λοιπόν, όπως φαίνεται και στα παρακάτω τραγούδια:

" Ποτέ μου δεν αγάπησα κοπέλα με παράδες, παρά με τα τραγούδια μου και με τους ταμπουράδες"

"Κατακαϋμένε ταμπουρά για δεν βαρείς γιομάτα;
- Για σφίχτ’ τα τέλια δυνατά και βάρει με γιομάτα κι αν δεν στη φέρω την ξανθή κάμε με τριά κομμάτια".

"Ενας Δερβίσης πέρναγε μέσ’ από το παζάρι με το γιογκάρι παίζοντας και λιανοτραγουδώντας.
Κι η Κάντω τον αγνάντευεν από το παραθύρι.
-  Πέρνα, Δερβίση, πέρναγε, πέρνα και ξαναπέρνα
και στο καλό σου γύρισμα πέρνα κι ανέβα πάνω.
-  Για πάρε συ τη ρόκα σου κι εγώ τον ταμπουρά μου να πάμε να γλεντήσουμε απάνω στον οντά μου".


Νικηφόρου Λύτρα: πιστροφή από το πανηγύρι,  Πεντέλη" 1865-72

Πιο πριν είδαμε να αποκαλείται ο ταμπουράς "κατακαϋμένος". Ένα άλλο δημοτικό περιέχει τον ίδιο χαρακτηρισμό (χωρίς έμφαση):

"Βάρει καϋμένε ταμπουρά και συ καραντουζένι"

και έναν άλλο, χαρακτηρισμό ανάλογο:

" Μην τα βαράτε τ’ άργανα, τα έρμα τα μπουζούκια".

Εδώ διαφαίνεται αφ’ ενός η επικοινωνία του οργανοπαίκτη με το όργανο, που έχει σαν αποτέλεσμα, μιαν άτυπη ανθρωπομορφική αντιμετώπιση και ταυτόχρονα την υψηλή συναισθηματική φόρτιση που επιτυγχάνει το εν λόγω έγχορδο, φόρτιση που καταδεικνύεται από τους χαρακτηρισμούς: "καϋμένε, κατακαϋμένε, έρμα".

Το διακρίνουμε ξεκάθαρα στο παρακάτω τραγούδι:

"Και φέρτε μου τον ταμπουρά, το χλιβερό παιχνίδι".

Χαρακτηριστική πάλι είναι και η ονομασία του οργάνου με τη λέξη σεβντάς (καϋμός).
 (Από περιγραφή φυλακής τ’ Αναπλιού):

"Μία άλλη ζωγραφιά εις τον αντικρυνό τοίχο επαράσταινε μέγα δένδρο, πολύκλωνο και πλατύφυλλο, που το εκλόνιζε η ριπή δυνατού ανέμου, και στη ρίζα του ξαπλωμένος ένας φουστανελλοφόρος με το μουστάκι περήφανα στριμμένο, με το σκυλί στα πόδια του και το γιογκάρι στα χέρια εφαίνετο ότι έπαιζε και ετραγουδούσε.
Το τι τραγουδούσε μάς το έγραφε μπροστά του:
"σεβντά βαστώ, σεβντά κρατώ και σεβνταλής γυρίζω. Κι όπως τον εύρω τον καιρό έτσι τον αρμενίζω" (Α. Καρκαβίτσας, "Το Βουλευτικό", 1892).

Εδώ να σημειώσουμε ότι πέραν των ονομασιών "ταμπουράς" και "μπουζούκι" υπήρχαν και οι "καραντουζένι", "γιογκάρι" και "σεβντάς", όπως είδαμε στις παραπάνω αναφορές αλλά και "λιογκάρι" και "μπουλγκαρί" (στην Κρήτη).

Ολοκληρώνοντας αυτή την συνοπτική περιήγηση μου στην παρουσία του μπουζουκιού, των προγόνων και των παραλλαγών του στη διαδρομή της ιστορίας, παραθέτω απόσπασμα από ένα παλιό παραμύθι, όπου γίνεται αναφορά στο μπουζούκι:

"Πάει κοντά σ’ αυτό το σπίτι και βλέπει και καθότανε μέσα η αδερφή του η στρίγγλα. Σαν τον είδε τον Γιαννάκη η στρίγγλα, έτρεξε να τον υποδεχθεί:
- Καλώς ήρθες. Έλα μέσα Γιαννάκη.
Τον έμπασε μέσα στο σπίτι τον Γιαννάκη.
-  Κάτσε Γιαννάκη, να πάω στην κουζίνα να σε ψήσω καφέ. Κάθισε ο Γιαννάκης. Αυτή του ’δωσε κι ένα μπουζούκι να παίζει για να καταλαβαίνει πως ο Γιαννάκης είναι εκεί. Βγήκε όξω από την κάμαρη. Έκανε τάχα πως θα πάει να του ψήσει καφέ κι αυτή πήγε στο υπόγειο να τροχίσει τα δόντια της για να τον φάει τον Γιαννάκη. Ο Γιαννάκης έπαιζε μπουζούκι. Κείνη τη στιγμή παρουσιάστηκε ένας ποντικός και λέει στον Γιαννάκη:
-  Δώσ’ μ’ εμένα το μπουζούκι να το παίζω με την ουρά μου και συ Γιαννάκη σήκω και φεύγα γιατί η αδερφή σου τροχάει τα δόντια της για να σε φάει.
Τότες φοβήθηκε ο Γιαννάκης κι αφήνει το μπουζούκι στον ποντικό και σηκώθηκε κι έφυγε" ("Η Στρίγγλα").

Γιώργος Ν. Μουσταΐρας

Η επικεφαλής φωτογραφία απεικονίζει φουστανελλοφόρο να παίζει ταμπουρά πλάι σε Αθηναϊκή κρήνη, σε πινάκα του 1848. 

----
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΑ Εικονογραφημένη, τεύχος Ιουλίου 2019, αρ. 613.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου