Η παρέα ήταν της καλοπέρασης και της ασωτίας. Σε κάθε
ευκαιρία μαζεύονταν και ακολουθούσε καλός μεζές, ταξίμια από μπουζούκι, κρασί
βαρελίσιο και στο αποκορύφωμα πίνανε και κανένα τσιγαράκι γεμιστό, απ’ αυτά που τα λέγαν στο Άργος «Αμερικάνικα».
Εκείνη τη βραδιά το σχήμα της παρέας ήταν μικρό, τρεις
όλοι κι όλοι και είχαν δώσει το ραντεβού στο κονάκι του ενός απ’ αυτούς, στα
Γκριμάρια, στα όρια Δαλαμανάρας και Άργους. Φέραν κι από το φούρνο του Κατσούλη
ένα γκιούλμπασι, ενισχυμένο με μπόλικα μπαχαρικά και σκόρδο και βάλθηκαν να το
λιανίζουνε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Τα ποτήρια που το συνόδευαν, για να
βοηθάνε της μπουκιές να πάνε κάτω, άδειαζαν εν ριπή οφθαλμού.
Δυο κιλά ήτανε και το κάνανε καλά τρεις νοματαίοι! Βογκήξανε!
Στο τέλος, για τη χώνεψη, στρίψανε και κάτι τρίφυλλα σαν μπουριά σόμπας και
γινήκανε… Χοτζάδες.
Και εκεί, επάνω στη χώνεψη και το γλάρωμα, πέταξε ένας την
ιδέα:
-Ρε, δεν πάμε κατά κάτω, που ‘ναι τ’ αμπέλι, να κλέψουμε
κανένα σταφύλι, να γλυκαθούμε και να πάνε κάτω τα ζαφείρια;
Οι άλλοι δυο συμφώνησαν και κίνησαν μέσα στη νύχτα, χωρίς
φακό – είχε φεγγαράδα – για το αμπέλι, να κορφολογήσουνε ρόγες γλυκές.
Καθώς μπήκανε στις αράδες, προχωρούσαν ο ένας πίσω από
τον άλλο, με προσοχή, κιόλας, μη και διπλωθούνε σε κανένα κλαρί και
κουτρουβαλιαστούνε, στην κατάσταση που ήντουσαν.
Κάποια στιγμή, ο τελευταίος της παρέας, περνώντας δίπλα
σε ένα σκιάχτρο, που ήταν εκεί για τα πουλιά, κοντοστάθηκε, άρπαξε το καπέλο
του, το δοκίμασε, του ερχότανε «κουτί», και το φόρεσε. Οι άλλοι προχωρούσαν.
Γυρνώντας ο δεύτερος να δει αν ακολουθούσε ο τρίτος, που
δεν τον άκουγε, διέκρινε ξαφνικά κάποιον με καπέλο να έρχεται, με γρήγορα
βήματα, κατά πάνω του. «Μας πιάσανε» σκέφτηκε και φώναξε στον μπροστινό:
-Τρέχα, μας πήρανε χαμπάρι!
Αρχινάνε το τρεχαλητό, τους βλέπει ο τρίτος και χωρίς να
γνωρίζει το λόγο αρχινάει να τρέχει κι αυτός!
Όταν, μετά από καμιά διακοσαριά μέτρα, λαχανιασμένοι
έκοψαν ταχύτητα, ακούνε τον τρίτο να τους φωνάζει:
-Πού πιλαλάτε ρε μ@λ@κες;
Τότε συνειδητοποίησαν πως το καπέλο που τους έσκιαξε,
βρωμερό και τρισάθλιο, στόλιζε το κεφάλι του τρίτου της παρέας.
Έτσι, αφού τους πέρασε, πια, και η τρομάρα, κίνησαν να
γυρίσουν. Τους είχε περάσει και η διάθεση για κλεμμένα σταφύλια…
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ !!!
ΑπάντησηΔιαγραφή