Στ’ Άγια χώματα, όπως τα λένε στην περιοχή, κοντά στο Μοναστήρι του Αγίου Θεοδοσίου του νέου, του ιαματικού, που βρίσκεται πάνω από το Παναρίτη, κάποιος μεγαλοδικηγόρος είχε στην ιδιοκτησία του ένα χωράφι με ελαιόδενδρα. Το χωράφι κάλυπτε έκταση δέκα στρεμμάτων και βρισκόταν σε επικλινές έδαφος, σε μια πλεύρα του λόφου.
Φυσικά, ο ιδιοκτήτης του ούτε που σκοτιζότανε με την καλλιέργεια, μπορεί να μη θυμότανε καλά – καλά και πού βρισκόταν το χωράφι ακριβώς, μια που το είχε αναθέσει στα έμπειρα χέρια ενός ακτήμονα από την περιοχή. Ο ακτήμων το καλλιεργούσε σαν μισακάρης και τον πλήρωνε σε λάδι, που έβγαζε κάθε χρόνο.
Κάποια φορά ο δικηγόρος, θεωρώντας πως το χωράφι τού ήτανε περιττό βάρος, πρότεινε στον μισακάρη του να τού το πουλήσει. Όταν εκείνος τον ρώτησε με ποιό τίμημα θα ήταν ευχαριστημένος, αυτός τού απάντησε πως το είχε «βαφτίσει» συνολικά δέκα χιλιάδες δραχμές. Με ένα χιλιάρικο το στρέμμα, δηλαδή, θα ήταν ικανοποιημένος. Έλα, όμως, που από την άλλη πλευρά δεν υπήρχαν αυτά τα λεφτά.
«Να στα δώσω αλλά μαζεμένα είναι αδύνατον. Όπως ξέρεις δεν περισσεύει φράγκο!» ενημέρωσε τον ιδιοκτήτη.
«Να μού τα δίνεις, τότε, λίγα – λίγα, μέχρι να συμπληρωθεί το ποσόν» τού απάντησε καλοπροαίρετα αυτός.
Έτσι συμφώνησαν να τού δίνει κάθε χρόνο, για δέκα χρόνια, χίλιες δραχμές μαζί με έναν ντενεκέ λάδι και στο τέλος της δεκαετίας, που θα έχει εξοφλήσει, να τού το μεταβιβάσει.
Η πρόταση εξυπηρετούσε και τους δυο. Κάνανε ένα προσύμφωνο και πλήρωνε κάθε χρόνο το χιλιάρικο, παίρνοντας από τον ιδιοκτήτη τη σχετική απόδειξη.
Πέρασαν τα δέκα χρόνια και βάσει της αρχικής συμφωνίας, προχώρησαν στην μεταβίβαση του ελαιώνα.
Πήρε, τότε, χαρούμενος ο μέχρι χθες ακτήμων το συμβόλαιο που τον καθιστούσε, επιτέλους, ιδιοκτήτη του χωραφιού και ανέβηκε στο πιο ψηλό σημείο του. Εκεί, αφού αγνάντεψε προς τα κάτω την ιδιοκτησία του, ευτυχής αναφώνησε:
«Καλημέρα ελαιών!» και απάντησε στον εαυτό του: «Μίρι σ’ έρδε (“καλώς ήρθες” στα αρβανίτικα) αφεντικόν!». Και αφού έσφιξε στην αγκαλιά του το χαρτί που τον όριζε ιδιοκτήτη, άρχισε να κάνει… βαρελάκια, κατρακυλώντας μέχρι εκεί που τελείωνε το χωράφι!
Από τότε, αυτή η ατάκα του Παναριώτη έγινε σλόγκαν στα γύρω χωριά. Το μάθανε και το λέγανε σε ανάλογες περιπτώσεις, εκτός από το Παναρίτη, σε Πουλακίδα, Μάνεση, Δενδρά και Μέρμπακα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου