Ως γνωστόν το όριο τής εφηβείας ορίζεται στα 16 χρόνια. Προφανώς, οι νομοθέτες, άνδρες όντες, γνώριζαν εξ ιδίων ότι σ’ αυτή την ηλικία οι ορμόνες χτυπάνε «κόκκινο» εξ’ ου και ο ορισμός τού ορίου. Για τις γυναίκες δεν έχω άποψη αλλά μάλλον είναι ριγμένες…
Στα δεκαέξι τους ήσαν και οι μαθητές του Γυμνασίου στο Άργος, όταν αποφάσισαν να κάνουν την πρώτη τους διερευνητική σε οίκο ανοχής τής πόλης, για να μάθουν πώς είναι η σαρκική ένωση. Γιατί μέχρι τότε την φαντασιώνονταν, με όλες τις γνωστές επιπτώσεις. Φυσικά και δεν στραβώθηκαν, όπως θα τους φόβιζαν οι γονείς τους, αλλά σκέφτηκαν πως, επιτέλους, θα έπρεπε να κάνουν μια αρχή για να… ξεστραβωθούν επί του θέματος. Η ιστορία συνέβη κάπου στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα.
Πρώτη τους ενέργεια ήταν να κάνουν έρανο μεταξύ τους για να συγκεντρώσουν το απαραίτητο αντίτιμο τής συνεύρεσης, που ήταν είκοσι δραχμές. Δεύτερη ήταν η συναπόφαση για το ποιος θα αναλάμβανε την πρωτοβουλία για να τούς εκπροσωπήσει στην… διαφώτιση. Μάζεψαν το ποσόν από το χαρτζιλίκι τους, άλλος συνεισέφερε δραχμή, άλλος πενηνταράκι και ως εκπρόσωπο διάλεξαν τον Χρηστάκη, που ήταν και ο πιο θαρραλέος. Ακολουθεί η περιγραφή της εμπειρίας από τον πρωταγωνιστή:
«Μαζεύτηκαν όλοι και ξεκινήσαμε για τα σπιτάκια, που ήσαν εκεί παραδίπλα στο σημερινό σινεμά, με εμένα επικεφαλής. Μόλις φτάσαμε μού έδωσαν τη χούφτα με τα κέρματα και με έσπρωξαν μέσα. Μπαίνω, με πόδια που έτρεμαν και πέφτω επάνω στην κυρία που έβαζε σε σειρά τούς πελάτες. Μετά έμαθα πως την αποκαλούσαν τσατσά.
“Τι θες μικρέ;”.
“Να, απ’ αυτό…”.
“Περίμενε έξω λιγάκι γιατί η κοπέλα έχει πελάτη”.
Κάθισα και περίμενα. Ώσπου είδα μετά από λίγη ώρα να βγαίνει ένας φίλος τού πατέρα μου, τον οποίο, μάλιστα μού τον παρουσίαζε ως πρότυπο. Μού έλεγε: “Να, σαν τον κύριο Δημήτρη να γίνεις!”.
Με είδε βγαίνοντας και με χαιρέτισε: “Γειά σου Χρηστάκη!”.
Σοκαρίστηκα αλλά και πήρα θάρρος. Αφού το έκανε ο κύριος Δημήτρης είναι καλό, σκέφτηκα. Και προχώρησα».
Η συνέχεια δεν μάς αφορά ως προς τις λεπτομέρειες. Κάποτε ο Χρηστάκης ολοκλήρωσε επιτυχώς αυτό πού ήτανε να κάνει και ήρθε η ώρα τής πληρωμής. Η συνέχεια τής περιγραφής από τον ίδιο:
«Αφού ντύθηκα, βάζω το χέρι στην τσέπη και βγάζω μια χούφτα κέρματα. Τα μετράω ένα – ένα, ήταν ακριβώς είκοσι δραχμές. Τα δίνω στην κοπέλα να τα μετρήσει κι εκείνη. Τα μετράει και μού λέει:
“Λείπει μια δραχμή. Για έλα πάλι μέσα να τα… ξαναμετρήσουμε!”.
Με ξεπροβόδισε μετά από μισή ώρα λέγοντας:
“Χαλάλι σου η δραχμή, ατιμούλικο!”».
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου