Όλοι μας ή έστω οι περισσότεροι από μας έχουμε ζήσει σαν πελάτες τη νύχτα. Όμως, άλλο να ζήσεις τη νύχτα απ’ έξω και άλλο από μέσα. Η νύχτα είναι ένας άλλος κόσμος, με του κανόνες και τους νόμους του, που οι απ’ έξω δεν τον γνωρίζουν.
Μιλώντας με ανθρώπους που έζησαν τη νύχτα από μέσα, ξεκίνησα να καταγράφω ιστορίες, όπως τις βίωσαν αυτοί κι όπως τις είδαν, με τη δική τους οπτική. Αυτές που περιγράφω στη συνέχεια συνέβησαν κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 90.
Λουλούδια από ανακύκλωση
Πρώτο τραπέζι πίστα, εκείνο το βράδυ κάθονταν δύο πελάτες που το γλεντάγανε για τα καλά. Να τα ποτά στο τραπέζι και φέρτε λουλούδια να ρίχνουμε στην πίστα.
Οι λουλουδούδες δεν τους προλάβαιναν. Οι δίσκοι με τα λουλούδια άδειαζαν εν ριπή οφθαλμού, ώσπου, όπως ήταν φυσικό, κάποτε τα αποθέματα τού καταστήματος τελειώσανε.
Τι να κάνουνε στο μαγαζί, καθώς τα γκαρσόνια σκουπίζανε τα λουλούδια στην πίστα τα μάζευαν πίσω, τα καθάριζαν, τα δρόσιζαν με νερό να φύγουν οι σκόνες και τα ξαναφέρνανε στους πελάτες. Και φτου κι απ’ την αρχή.
Πέρασε η ώρα, το μαγαζί ήτανε να κλείσει, φωνάξανε για το λογαριασμό. Το «κοστούμι» που τους ήρθε τους έπεφτε εμφανώς μπόλικο. Τετρακόσιες χιλιάδες δραχμές, παρακαλώ! Λόγω των λουλουδιών, φυσικά.
Όμως οι πελάτες, περπατημένοι στη νύχτα, δεν μάσησαν. Είχαν αντιληφθεί ότι εδώ και ώρες τους φέρνανε λουλούδια από… ανακύκλωση. Και έγινε η σχετική παρατήρηση στον υπεύθυνο του μαγαζιού:
«Ρε φιλαράκο, μπας και μας είδατε… αλευρωμένους και μας περάσατε για μυλωνάδες; Για σπάσ’ τα και ξαναρίχτα!».
Έτσι και έγινε, τελικά, χωρίς περιττές μανούρες, καθότι το μαγαζί ήταν σοβαρό.
Το σακάκι στο
κεφαλάρι
Στη δεύτερη σειρά του μαγαζιού ο μετρ επιτηρούσε ένα οχτάρι τραπέζι, όπου ήδη λείπαν δύο άτομα και ο λογαριασμός ήταν κάπου στις εκατό χιλιάδες. Επειδή, όμως, έπρεπε να πεταχτεί στην κουζίνα, προειδοποίησε το βοηθό του:
«Κάτσε εδώ και μην το κουνάς ρόυπι, γιατί αυτοί είναι επικίνδυνοι να την κάνουνε!».
Επέστρεψε γρήγορα από τη δουλειά, γιατί σαν κάτι να τον έτρωγε. Και πράγματι βρήκε το τραπέζι άδειο και τους θαμώνες άφαντους. Γύρισε στο βοηθό, που στεκόταν εκεί που τον άφησε:
«Δεν σου είπα ρε να μην τους αφήσεις να το σκάσουνε;»
«Μα δεν φύγανε. Έχουν αφήσει ένα σακάκι στο κεφαλάρι της καρέκλας!».
Και ο μετρ:
«Πάρ’ το και φόρα το γιατί δεν θα το ζητήσουνε!».
Με ένα πεντοχίλιαρο – τόσο έκανε πάνω – κάτω το σακάκι – γλίτωσαν, τουλάχιστον, ενενήντα πέντε καφετιά…
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Διαβάστε κι αυτά:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου