Ήταν κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Η παρέα, εκείνο το βράδυ, αποτελούμενη από καμιά δεκαριά παραγωγούς εσπεριδοειδών και επαγγελματίες, νοικοκυραίους του κάμπου γενικώς, το διασκέδαζε σε κέντρο της παραλιακής λεωφόρου Ναυπλίου – Νέας Κίου.
Αφού άκουσαν τα σχετικά λαϊκά άσματα του τύπου «Κάν’ τονε Σταύρο κάν’ τονε, βάλ’ του φωτιά και κάφ’ τονε» με ζεϊμπεκιές στην πίστα και άφθονη κατανάλωση οινοπευματωδών ποτών και τσιγάρων γεμιστών, απ’ αυτά που τα λένε «Αμερικάνικα», με συνοδεία τρυφερών υπάρξεων, ήρθε η ώρα να κλείσει το μαγαζί. Αυτοί, όμως, αχόρταγοι όντες, ένιωσαν πως θα ήταν αμαρτία να τελειώσει τόσο… νωρίς η βραδιά. Έτσι, όταν ο «σκαφάτος» της παρέας έριξε την ιδέα: «Να σας κάνω, ρε μάγκες, μια τσάρκα με το κότερο, να πάρουμε τον αέρα μας και να το… φουντώσουμε αρόδου;» συμφώνησαν ομοθυμαδόν.
Πήραν το λοιπόν τ’ αμάξια τους και βουρ για το λιμάνι του Ναυπλίου. Μπήκαν, υποβασταζόμενοι αλλήλοις, στο κότερο, ο καπετάνιος έλυσε τους κάβους, βάζοντας μπρος τη μηχανή και ξανοίχτηκαν σιγά – σιγά στη θάλασσα, ανοιχτά από τον βράχο της Ακροναυπλίας με κατεύθυνση προς την Καραθώνα. Μόλις φθάσανε κάτω από το ξωκλήσι του Άγιο Νικόλα του Κρασόκτιστου σταμάτησε η μηχανή και μπήκανε σε λειτουργία οι… ναργιλέδες. Ειδικοί άπαντες περί το αντικείμενο, τους φόρτωσαν πράμα καλό, καϊνάρι, και τους φούντωσαν. Αραχτή η παρέα, τ’ ανάσκελα, απολάμβανε σε στιγμές απόλυτης γαλήνης το θέαμα του έναστρου ουρανού, ψάχνοντας να εντοπίσουν τους αστερισμούς. «Σκέτη μεταμεσονύκτια λιτανεία, αδερφέ μου!» μού περιέγραφε τη σκηνή ένας από τους συμμετέχοντες.
Έλα, όμως, που η θάλασσα, ενώ μέχρι εκείνη την ώρα ήτανε λάδι, λόγω μπουνάτσας, το γύρισε καθώς πήρε ν’ αλλάζει ο καιρός… Και το αεράκι που άρχισε να φυσά σήκωσε ένα κυματάκι, που κούναγε πέρα – δώθε το πλεούμενο, φέρνοντάς το όλο και πιο κοντά στα βράχια. Γιατί πάνω στη φούρια τους ν’ ανάψουν τους λουλάδες, οι μακαντάσηδες είχανε ξεχάσει να ρίξουνε την άγκυρά! Έτσι, όπως ήταν φυσικά αναμενόμενο, κάποια στιγμή ακούστηκαν κανά δυό «γκουπ» καθώς βρήκε το κότερο στη στεριά. Τραντάχτηκαν γερά, σε σημείο που κάποιος από την ομήγυρη, μέσα στη ρέκλα του αναφώνησε με τρόμο:
«Παιδιά, γίνεται σεισμός!».
Οι αποχαυνωμένοι από τους καπνούς των ναργιλέδων συνταράχτηκαν, δεύτερη σκέψη ήταν δύσκολο να υπάρξει εκείνη τη στιγμή, οπότε πέντε – έξι απ’ αυτούς όρμηξαν στην κουπαστή και βρέθηκαν με τη μια στη θάλασσα, για να… γλιτώσουν!
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου