Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024

Το μπαρμπούτι έχει και συνέπειες

«Γιατί όσο την φουμάριζα έπεφτα και στο ζάρι,

μπροστά με λέγαν έξυπνο και πίσω παλαβιάρη».

Με αυτό το δίστιχο τελειώνει το τραγούδι «Ο ξέμαγκας» του Βαγγέλη Παπάζογλου, που είναι περισσότερο γνωστό από τον πρώτο στίχο του, όπου δηλώνει με αποφασιστικότητα: «Βαρέθηκα τον ναργιλέ»…

Στον κόσμο της νύχτας μπουζούκια, χασίσι, κουμπούρια και ζάρια θεωρούνται εν πολλοίς αλληλένδετα. Χωρίς να σημαίνει πως όλοι οι μπουζουκόβιοι είναι χασικλήδες ή όλοι οι νυκτόβιοι παίζουνε ζάρια ή οπλοφορούν. Απλά, οι διάδρομοι από το ένα στο άλλο είναι εύκολα προσβάσιμοι και όποιος γουστάρει τούς διαβαίνει, αναλαμβάνοντας πάντα προσωπικά και την ευθύνη για της επιπτώσεις.

Οι ιστορίες που ακολουθούν είναι παλιές και έχουν παραγραφεί de facto αλλά και de jure. Άλλωστε, κάποιοι από τους πρωταγωνιστές έχουν ταξιδέψει από καιρό δια τας αιωνίους μονάς. Άρα, η αναφορά γίνεται ως… μνημόσυνο και προς ευθυμία των αναγνωστών.

Ρίχ’ τα και φεύγα!

Η μπαρμπουτιέρα στο καμποχώρι της Αργολίδας έβλεπε στο δρόμο, έχοντας από πίσω οδό διαφυγής χωράφι με πορτοκαλιές. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων, βρωμόκαιρος, ουρανός και γη ένα και στο κατάστημα, κατά την παράδοση, είχε στρωθεί η κουβέρτα και τα «κόκκαλα» είχαν την τιμητική τους. Όπου, λίγο πριν τα μεσάνυχτα κάνανε ντου τα όργανα και οι θαμώνες, κακήν – κακώς, πρόλαβαν και την κάνανε κατά τα περιβόλια.

Ο τελευταίος, ο ματσωμένος, που καθυστέρησε για να μαζέψει τα λεφτά του, δεν πρόκαμε και τον έφτασε ο επικεφαλής σκαρφαλωμένο πάνω σε μια πορτοκαλιά.

«Πέτα μου τρακόσιες χήνες και φεύγα!» τού φώναξε.         

Έτσι κι έγινε και η επιχείρηση έληξε χωρίς συλλήψεις και δυσάρεστα…

Κόκορας στη γωνία

Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς. Η μπαρμπουτιέρα είχε «πάρει φωτιά» στο Ναύπλιο. Πολύ το χρήμα που παιζόταν, πάνω σε μια μεγάλη καρούτα τρία μέτρα επί δύο. Ώσπου στη ζαριά επάνω πάει και κάθεται το ζάρι κόκορας στη γωνία της καρούτας. Δηλαδή, κάθισε πλάγια. Κλήθηκε ο νταλαβεριτζής να αποφανθεί αν ήταν καθαρή ή όχι η ζαριά.

Πήγε να ξεστομίσει πως η ζαριά ήταν καθαρή, όμως κάτι μεταλλικό ένοιωσε να τον πιέζει χαμηλά στην κοιλιά. Αυτός που έχανε είχε βγάλει πιστόλι και του το κόλλησε με τρόπο που δεν φαινόταν.

«Για κοίτα καλά και πέσ’ μας τι βλέπεις;» τον ρώτησε.

Τι να κάνει ο νταλαβεριτζής, που ίδρωνε και ξεΐδρωνε χειμωνιάτικα από τη λαχτάρα του, τελικά αποφάνθηκε με σιγουριά:

«Είναι κόκορας η ζαριά!».

Και ξαναρίξανε τα ζάρια, χωρίς δεύτερη.

Γιώργος Ν. Μουσταΐρας



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου