Η ιστορία πάει πίσω στον χρόνο, όταν δεν είχαν ξεκινήσει ακόμα οι πεζοδρομήσεις γύρω από την πλατεία του Αγίου Πέτρου, στο Άργος.
Τότε που στους γύρω δρόμους υπήρχαν αφετηρίες και στάσεις των ΚΤΕΛ, για διάφορες διαδρομές. Εξαίρεση αποτελούσε η αφετηρία για τις διαδρομές προς την ορεινή Αργολίδα, που βρισκόταν επί της οδού Τσώκρη.Η παρέα, με τους νεαρούς Αργείους, εκείνη την ημέρα είχε
προγραμματίσει κάθοδο προς τη Νέα Κίο και συγκεκριμένα για την παλιά
ψαροταβέρνα του Βαλσαμή, για ούζα μετά θαλασσινών μεζέδων. Μαζί τους και ο
Πέτρος, παρόλο που κάποια στιγμή θα έπρεπε να αποχωρήσει μιας και ήταν να
ταξιδέψει στην Αθήνα για ένα σοβαρό θέμα. Είχε, μάλιστα, προειδοποιήσει σχετικά
τους υπόλοιπους:
«Κοιτάχτε, σας έκανα το κέφι και ήρθα. Όμως κάποια
στιγμή, κατά το απομεσήμερο, πρέπει να πάρω το λεωφορείο για την Αθήνα. Σας το
λέω για να μην ξεχαστείτε, ρεμάλια, αν
το ξεχάσω εγώ, στην περίπτωση που θα είμαι δαυλί από τα ούζα. Γκέκε;»
«Μην ανησυχείς, θα στο θυμίσουμε και κάποιος θα σε πάει
στην πλατεία» τον διαβεβαίωσαν.
Η ουζοποσία εξελίχθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, σε
κραιπάλη, με την βοήθεια της καλής διάθεσης και των εξαιρετικών μεζέδων, που
εξαφανίζονταν από τις πιατέλες εν ριπή οφθαλμού. Όλα εξελίσσονταν όμορφα και
ωραία, με πλάκες και τραγούδι. Το μόνο που τους προβλημάτιζε ήταν πως κανένας
τους δεν ήταν σε κατάσταση να μπορέσει να πιάσει τιμόνι. Έτσι, καθώς πλησίαζε η
ώρα να αποχωρήσει ο Πέτρος, τηλεφώνησαν στον αδερφό του να πάει να τον μαζέψει.
Έτσι κι έγινε,
Έφυγαν από την ταβέρνα με την ψυχή στο στόμα, καθώς η ώρα
πέρναγε και ήταν ορατός ο κίνδυνος να χάσει το δρομολόγιο. Έφτασαν στην πλατεία
και ο μεθυσμένος ταξιδευτής κατέβηκε ασθμαίνοντας. Μόλις που πρόλαβε να πηδήξει
επάνω στο λεωφορείο που ξεκίναγε. Βολεύτηκε σε μια θέση δίπλα στο παράθυρο και
χαλάρωσε. Το λεωφορείο προχωρούσε, όταν ο Πέτρος, παρά την θολούρα του,
συνειδητοποίησε πως περνούσαν έξω από τον… Συνοικισμό! Πανικόβλητος, πετάχτηκε
επάνω και φώναξε στον οδηγό:
«Πού μας πας ρε, μαλάκα;».
Ο οδηγός, συνηθισμένος σε… αγροίκους επιβάτες, χωρίς να
δώσει έκταση στην προσβλητική έκφραση, του απάντησε ψύχραιμα και κοφτά:
«Στο Κιβέρι!».
«Σταμάτα να κατέβω!».
Κατέβηκε έξω από το νεκροταφείο της Παναγίας και το έκοψε
με τα πόδια για την πλατεία. Όταν έφτασε συνειδητοποίησε δυο πράγματα. Πρώτον
πως το δρομολόγιο των Αθηνών είχε φύγει από ώρα και δεύτερον πως αντί να πάει
στην στάση του κεντρικού πρακτορείου, επί της Βασιλέως Γεωργίου Β΄, είχε πάει
στην στάση των λεωφορείων που έφευγαν για Μύλους – Κιβέρι, επί της Βασιλίσσης
Όλγας από την πλευρά της εισόδου του Μουσείου (φωτο)…
Εμ, δεν πρόσεξε αυτός, πού τον παράτησε και ο σκερβελές ο
αδερφός του, μεθυσμένον άνθρωπο;
Φωτογραφία: Αρχείο Aliza Auerbach
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου