Φθινόπωρο του 1975 στη Θεσσαλονίκη. Νοέμβρης για την ακρίβεια. Βροχή και κρύο ζόρικο. Όλη τη μέρα φύσαγε ο Βαρδάρης, που πάγωνε τα πάντα. Τα μαθήματα της ημέρας είχαν τελειώσει στη Σχολή και καθώς φεύγαμε έπεσε η πρόταση στην παρέα:
«Πάμε για μια ποκίτσα, να ζεσταθούμε;».
Όλοι συμφώνησαν, μόνο εγώ καθόμουνα και τους κοιτούσα,
μην ξέροντας τι να πω. Πρόγραμμα δεν είχα ούτε και κανένα γκομενάκι να με
ζεστάνει αλλά το σκεφτόμουνα. Είχα στην τσέπη μου το μισό μηνιάτικο, που μου
είχε στείλει με ταχυδρομική επιταγή η μάνα μου και ονειρευόμουνα ένα μπιφτέκι
στην ταβέρνα της Μελενίκου.
«Εσύ δεν θα ‘ρθεις;» με ρώτησε ένας συνάδελφος.
«Μα δεν ξέρω πόκα» δικαιολογήθηκα.
«Δεν είναι τίποτα το δύσκολο. Θα δεις» επέμεινε.
Μην χαλάσω την παρέα, σκέφτηκα και ακολούθησα στο σπίτι
του επικεφαλής.
Το στρώσαμε πάνω σε μια πράσινη τσόχα και άρχισα να
διευρύνω τους χαρτοπαικτικούς ορίζοντές μου, που μέχρι εκείνη τη μέρα
περιορίζονταν στο κουμ καν και στην ξερή. Έτσι, με το αζημίωτο ενημερώθηκα
περί… ασανσέρ, μπόμπες, σταυρό,
κούκο, καθρέφτη, μαμουθάκια, πολυκατοικία, χαρακίρι, νεκροταφείο, σιδηρόδρομο,
πυραμίδα, κ.λ.π. Και λέω με το αζημίωτο, εννοώντας τους συμπαίκτες μου, φυσικά,
παρ’ όλη την ατάκα που πέταξε για να με ενθαρρύνει, κάπου στη μέση του
παιχνιδιού ο φιλοξενών:
«Κοιτάχτε τον. Έχει ψυχρό
βλέμμα χαρτοπαίκτη. Δεν παίζει το μάτι του!».
Το πήρα απάνω μου το
κομπλιμέντο και συνέχισα ακάθεκτος αν και έχανα το μισό δεκαπενθήμερο.
«Πάμε να παίξουμε και μία
μαμουθάκια διπλά!» συνέχισε.
Ακολούθησα σαν
υπνωτισμένος και σύντομα συνειδητοποίησα πως είχα μείνει πανί με πανί. Αποχαιρέτισα
και έφυγα με όση αξιοπρέπεια μπορεί να έχει ένας… χαμένος.
Ευτυχώς, είχα πληρωμένο το
νοίκι και κάπως θα την έβγαζα από φαγητό μέχρι το επόμενο δεκαπενθήμερο. Μια
που θα πήγαινα στη Λέσχη με την ταυτότητα του Τάκη, του συμμαθητή και
συμπατριώτη μου, μια που θα έφτιαχνα καμιά «ορφανή» μακαρονάδα ή καμιά τηγανίτα
από τις προμήθειες του συνάδελφού μου του Τάσου, του Λαρσινού. Απ’ αυτές που
τού έστελνε η μάνα του τακτικά.
Το θέμα, όμως, εκείνη τη
στιγμή ήταν πως όλη τη μέρα δεν είχα βάλει τίποτα στο στόμα μου. Βουρ, λοιπόν,
για την γκαρσονιέρα του Τάσου, στην Μελενίκου. Τον βρήκα ξαπλωμένο.
«Άνοιξε το ντουλάπι και
πάρε ό,τι θες» μού έδωσε για άλλη μια φορά το ελεύθερο.
Άνοιξα το ντουλάπι μπας
και έχει αλεύρι για τηγανίτες, είδα ένα σακουλάκι, τον ευχαρίστησα, το πήρα και
έφυγα για το διαμέρισμά μου στην Ολύμπου. Με είχε κόψει η πείνα.
Στην κουζίνα, όμως,
συνειδητοποίησα πως αντί για αλεύρι είχα πάρει σιμιγδάλι. Το σκέφτηκα λίγο και
το αποφάσισα να φτιάξω χαλβά. Θυμόμουν πώς τον έφτιαχνε η μάνα μου. Μόνο που
στην φούρια μου κατάλαβα εκ των υστέρων πως είχα ξεχάσει, κατά την παρασκευή
τού γλυκού, να προσθέσω την ζάχαρη. Κανένα πρόβλημα. Την πρόσθεσα στο τέλος,
νιανιά έγινε ο χαλβάς, αλλά εγώ τον έφαγα με το κουτάλι και την τήλωσα!
Πόκα, πάντως, αν και είχα
ψυχρό βλέμμα χαρτοπαίκτη, δεν ξανάπαιξα!
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου