Ο Θανάσης από την Δαλαμανάρα υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία το 1974. Κάποια στιγμή τού ήρθε μετάθεση για τον Έβρο. Φύλλο πορείας, ο σάκος ανά χείρας, επιβίβαση στο τραίνο και γραμμή για το τάγμα.
Παρουσιάστηκε, τον στείλανε στον Λόχο Διοικήσεως, έγιναν
οι πρώτες γνωριμίες και μόλις μάθανε πως είναι από το Άργος, τον ενημέρωσαν ότι
υπηρετούσε εκεί και ένας άλλος από την περιοχή. Ρώτησε πού θα τον βρει και τον
έστειλαν στον όρχο οχημάτων. Πρώτη μέρα στο τάγμα ήταν ελεύθερος υπηρεσίας και
κίνησε κατά τον όρχο να βρει τον συμπατριώτη.
Πλησιάζοντας, άκουσε μια φωνή να τραγουδά «Το πουκάμισο
το θαλασσί, μια φορούσα εγώ και μια εσύ…». Του φάνηκε γνώριμη. Πλησίασε και
συνειδητοποίησε πως ο φαντάρος που τραγούδαγε βρισκόταν κάτω από ένα ΡΕΟ και το
επισκεύαζε.
«Πού ‘σαι, ρε πατρίδα;» τού φώναξε.
Έκανε έτσι ο άλλος και έβγαλε το κεφάλι του έξω. Όπου,
αντίκρισε τον φίλο του τον Αντρέα! Αγκαλιές, φιλιά και διάλειμμα για τσιγάρο.
Είπαν τα δικά τους, ανταλλάξανε πληροφορίες για το τάγμα,
για τη ζωή, για τους δικούς τους και στο τέλος, ο Αντρέας που υπηρετούσε καιρό
εκεί, του μίλησε και για τον σεβντά του, που άκουγε στο όνομα Γιώτα.
«Είναι μια κοπέλα από την περιοχή, που όχι να το παινευτώ
αλλά λιώνει για μένα!».
«Καλή, καλή;».
«Κουκλάρα, να την πιείς στο ποτήρι. Νοικοκυρά πρώτης και
με ηθικές αρχές. Αδούλευτο το εργαλείο!».
«Δηλαδή, την δάγκωσες τη λαμαρίνα για καλά!».
«Είμαστε ξετρελαμένοι και οι δυο. Αφού, να σκεφτείς, έχω
ένα θαλασσί πουκάμισο που το φοράει πότε ο ένας και πότε ο άλλος και το
τραγούδι που άκουγες είναι το τραγούδι του έρωτά μας!».
Οι μέρες περνούσαν όμορφα, και για τον ερωτευμένο αλλά
και για τον Θανάση, ήδη μέτραγαν ανάποδα για το απολυτήριο. Ώσπου, πρώτος ο
Θανάσης πήρε την άδεια απολύσεως. Θα γύριζε να πάρει το χαρτί και μην τον
είδατε.
Επιστρέφοντας στο τάγμα έψαξε να βρει τον Αντρέα, να του
πάει κάποια πράγματα από τους δικούς του και να τον αποχαιρετήσει.
Τον βρήκε πίσω από τον όρχο να καπνίζει, φανερά
σεκλετισμένος. Στρώμα στο χώμα μπροστά του οι γόπες, τα αποτσίγαρα…
«Τι έγινε ρε Αντρέα, τα καράβια σού πέσανε έξω;».
«Η Γιώτα…».
Ο Θανάσης ανησύχησε.
«Έπαθε τίποτα;».
«Όχι».
«Αλλά;».
«Έπιασε δουλειά».
«Αυτό δεν μού ακούγεται κακό. Και πού δουλεύει και έβαλες μαύρες πλερέζες;».
«Σε… μπουρδέλο!».
Πάει η Γιώτα, πάνε τα όνειρα κι οι έρωτες και το
πουκάμισο το θαλασσί το έκοψε λουρίδες ο Αντρέας, να το έχει αντί για στουπί
στο συνεργείο, να καθαρίζει καρμπιρατέρ.
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου