Είναι κάποια πράγματα, που έχουν να κάνουν με την αίσθηση της γειτονιάς, όπου στις μέρες μας ίσως φαντάζουν εξωπραγματικά, μια που οι γειτονιές, όπως τις ξέραμε και τις ζούσαμε οι παλαιότεροι, όλο και σπανίζουν, μέχρι που χάνονται.
Στην Πρόνοια του Ναυπλίου, όπως ανεβαίνουμε την 25ης
Μαρτίου, λίγο πιο πάνω από το Εργατικό Κέντρο στρίβουμε δεξιά στην Γενναίου
Κολοκοτρώνη, όπου δύο στενά μετά συναντούμε την οδό Αβέρωφ και βγαίνουμε στην
πλατεία της Αγίας Τριάδας. Εκεί, στη γωνία, με πρόσωπο επί της Αβέρωφ υπήρχε
μία ταβέρνα. Στη γωνιά της ταβέρνας, ένα κομμάτι του τζαμιού, στο ακριανό παράθυρο,
ήτανε σπασμένο. Κι από το σπασμένο αυτό τζάμι, μια μέρα κάποιος σκέφτηκε και
υλοποίησε την παρακάτω πλάκα.
Πήρε ένα πεντακοσάρικο, το έδεσε καλά με μια πετονιά και
το άφησε στη μέση του δρόμου, λίγο πριν περάσουν δυο καθηγήτριες που είχαν
σχολάσει και έμεναν παραπάνω, κοντά στον φούρνο του Τσάκωνα. Την άλλη άκρη της πετονιάς
την πέρασε από το τζάμι, όπου καθόταν και παραμόνευε. Εκείνο τον καιρό, δεν
υπήρχε μεγάλη κίνηση, ήταν και απομεσήμερο.
Το πεντακοσάρικο, πράσινο και λαχταριστό αναπαυόταν στη
μέση της διασταύρωσης, καθώς οι γυναίκες πλησίαζαν. Το μπάνισαν και μην
πιστεύοντας στην ξαφνική τους τύχη, έσκυψε η μία, με τακτ, να το μαζέψει. Και
τότε, σαν από πνοή αέρα, το χαρτονόμισμα, τραβηγμένο ελαφρά από τον πλακατζή,
πέταξε μισό μέτρο παραπέρα. Αυτό συνέβη τρεις – τέσσερις φορές, μέχρι που οι
καθηγήτριες αντιλήφθηκαν την πετονιά και την πλάκα και αποχώρησαν
μουρμουρίζοντας. Πριν, όμως, ο από μέσα να προλάβει να το μαζέψει, να σου και ο
χωροφύλαξ Υπηρεσίας, που αντιλαμβανόμενος το «αδέσποτο» χρήμα έκανε ηρωικές
προσπάθειες να το αρπάξει, χρησιμοποιώντας για καπάκωμα μέχρι και το πηλίκιό
του αλλά εις μάτην τελικά. Όταν κατάλαβε κι αυτός την πλάκα, γύρισε κοίταξε
άγρια προς το σπασμένο παραθύρι και συνέχισε, ευτυχώς χωρίς άλλα, την περιπολία
του.
Χρόνια μετά, ο Γιάννης Κόκκορης, Προνιώτης γαρ, βάλθηκε
να κάνει κάτι ανάλογο στο μαγαζί του, το «Ενώτιον», που βρισκόταν επί της Σταϊκοπούλου,
στο παλιό Ναύπλιο. Μόνο που αυτός προτίμησε μια διαφορετική μέθοδο. Πήρε ένα
εικοσάρικο και το κόλλησε στο δρόμο μπροστά, με Logo στιγμής.
Πέρναγαν οι διαβάτες, το έβλεπαν, το κλωτσούσαν με τρόπο και αντιλαμβανόμενοι
πως ήταν κολλημένο γερά συνέχιζαν ξινισμένοι τον δρόμο τους, καθώς ο Γιάννης το
διασκέδαζε, κόβοντας τις φιγούρες του Καραγκιόζη.
Μόνο που η πλάκα δεν τράβηξε πολύ, καθότι μια θειά από τη
γειτονιά, σηκώθηκε πρωί, πήρε ένα καλέμι και ένα σφυράκι και τσούκου – τσούκου το
έβγαλε το εικοσάρικο και το πήρε. Πήγε μετά στην Εθνική, λίγο παραπέρα, το
άλλαξε και συνέχισε για να πάρει το μπάνιο της κάτω από τα «Πέντε αδέρφια»…
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου