Ο φίλος μου ήταν φανατικός κυνηγός. Τυπικός και τελειομανής, διάλεγε πάντα τα καλύτερα τουφέκια, τα καλύτερα φυσίγγια και τα καλύτερα κυνηγόσκυλα.
Όμως, κάποια φορά βρέθηκε
χωρίς σκυλιά. Ας όψονται οι φόλες για τις αλεπούδες... Ήταν Ιούνιος, πλησίαζε η
κυνηγετική περίοδος κι έλεγε τον πόνο του στην παρέα, καθώς τα πίναν
παραθαλάσσια.
- Μου τα φαρμάκωσαν και ξέμεινα από σκυλιά.
- Μη σκας και σου ’χω λύση, του την «αμόλησε»
γνωστός μεγαλομπακάλης, που είχε «άκρες» σε πολλά χωριά, λόγω επαγγέλματος.
- Πουλόσκυλα ή λαγόσκυλα;
- Για πουλιά είναι, αλλά όχι σκυλιά, γάτες!
- Ρε, άι στο διάολο.
- Ναι, σου λέω, είναι γάτες καναδέζικες,
μπασταρδεμένες με αγριόγατες. Ειδικές για κυνήγι πουλιών. Τις έχει φέρει
ομογενής και τις έχει στο χωριό του. Φεύγει, όμως, και δεν θέλει να τις
κουβαλάει πάλι πίσω.
Ρώτησε πού έμενε ο ομογενής,
αλλά δεν το συνέχισε. Οι μέρες περνούσαν, ο Αύγουστος πλησίαζε, σκυλιά δεν
βρίσκονταν ή ό,τι βρισκόταν δεν ήτανε της προκοπής και αποφάσισε να αναζητήσει
τον ομογενή με τις κυνηγιάρες γάτες του. Ομογενή δεν βρήκε, μόνο έναν τσοπάνη,
που, όπως του είπε, του είχε αφήσει τις γάτες ο ομογενής για πούλημα.
- Είναι καλές;
- Φοβερές.
- Και πόσο πάει το μαλλί;
Του είπε μια τιμή, που
κόντεψε να του ’ρθει κόλπος αλλά στο παζάρι κατέβηκε αρκετά, ώστε, στο τέλος, η
δουλειά έκλεισε.
- Και πρόσεξε, τον προειδοποίησε ο βλάχος,
κράτα τες κανά μήνα μέσα και τάιζέ τες ο ίδιος, για να σε συνηθίσουν...
- Αν δεν κάνουν δουλειά, θα σ’ τις φέρω πίσω,
τον προειδοποίησε ο φίλος μου.
Τον μήνα που πέρασε, οι
γάτες την έβγαλαν «μπέικα». Μερακλής, είπαμε, ο φίλος, έτσι τους έφερνε,
καθημερινά, τα καλύτερα. Να τα ψαράκια, να τα συκωτάκια, να τα μπριζολάκια, που
πήραν και καρδάμωσαν και γίνανε άλλες τόσες.
- Έτσι θα αντέχουν περισσότερο, μονολογούσε.
Με το κλείσιμο της εικοστής
όγδοης μέρας - τον μέτρησε για... Φεβρουάριο τον μήνα - φόρεσε τα κυνηγετικά
του, με τσάκιση, παρακαλώ, το παντελόνι, πήρε το ρωσικό του δίκαννο,
απαστράπτον και καλολαδωμένο, και κίνησε, με τις γάτες στα πόδια του, για τον
βάλτο του Άργους. Και πριν να προχωρήσει πολύ, εκεί, μπροστά του, στα είκοσι
μέτρα, να μια δεκοχτούρα. Μπαμ, μπαμ, πάρ’ την κάτω μέσα σε μια πατουλιά από
λυγαριές. Την ίδια στιγμή, όμως, οι γάτες δίνουν μια και σκαρφαλώνουν πάνω στη
διπλανή ιτιά!
- Ρε, κατεβείτε κάτω να μου φέρετε το πουλί!
Τίποτα οι γάτες.
- Ψιτ, ψιτ. πανάθεμα τον γονιό σας!
Τίποτα αυτές.
Τελικά, με τα πολλά, και
αφού πέρασε μιάμιση ώρα μέχρι να τους φύγει η τρομάρα, κατάφερε να τις μαζέψει.
Χωρίς καθυστέρηση τις έβαλε στο κλουβί τους και έκανε κατά πάνω, κατά το μαντρί
του βλάχου.
- Πάρ’ τες πίσω, δεν μου κάνουνε. Τσάμπα τόσο
φαί...
- Τις πήρες στο κυνήγι και δεν έμεινες
ευχαριστημένος; Έκανε το χαζό ο τσοπάνης.
- Με το πρώτο μπαμ γίνανε καπνός!
- Μα δεν είναι μαθημένες στο τουφέκι.
- Αλλά;
- Έχουν μάθει να κυνηγάνε μόνες τους!
Τελικά, με τα πολλά κατάφερε
να πάρει τα λεφτά του πίσω κι εκείνη τη χρονιά την «έβγαλε» με έναν παλιογκέκα,
που τον είχε ένας ξάδερφός του φύλακα στο χωράφι...
Γιώργος
Ν. Μουσταΐρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου