Πολλοί Σουλιώτες, μετά και τον δεύτερο χαλασμό του Σουλίου, βρέθηκαν σκορπισμένοι σε όλη την Ελλάδα.
Ένας απ’ αυτούς, δυό μέτρα ύψος, θεριό ανήμερο, βρέθηκε σε ένα καμποχώρι της Αργολίδας, όπου μόλις τελείωσε η εκκλησία, πήρε το λόγο και είπε:«Αδέρφια, η μάνα μου κι η αδερφή μου, πέσανε σ’ ένα
βάραθρο, προτιμώντας το θάνατο από την ατίμωση. Εγώ, ο πατέρας μου και ο
αδερφός μου είμαστε στην εμπροσθοφυλακή του Σουλίου και πολεμάγαμε τρεις
ημέρες. Είχαμε και μπαρούτη και βόλια. Και είχαμε και καλό σημάδι. Πόσους
φάγαμε δεν ξέρω. Δυστυχώς, όμως, την τέταρτη μέρα φέρανε κανόνι οι Τούρκοι και
με μια κανονιά γκρεμίστηκε όλο το σπίτι όπου είχαμε ταμπουρωθεί. Εγώ, ευτυχώς,
ήμουνα στην πίσω μεριά, μεσολαβούσανε δυο τοίχοι και σώθηκα. Και βρέθηκα εδώ.
Δεν ζητάω τίποτα. Μόνο για καμιά δεκαριά μέρες, ώσπου να συνέλθω, μια βελέντζα,
ένα χαγιάτι και ένα πιάτο φαΐ. Μια βελέντζα για να σκεπάζομαι, ένα χαγιάτι για
να περνάω τη νύχτα. Δεν ζητάω να με βάλετε στο σπίτι σας. Φιλοτιμήθηκαν κάποιοι
και έστειλαν μια ομάδα γυναικών, γιατί οι άντρες τους ήσανε όλοι στον πόλεμο, να
τον ενημερώσουν:
«Θα πας στο σπίτι του κυρ Αποστόλη, έχει μεγάλο χαγιάτι
και θα φέρω εγώ» είπε μια από τις γυναίκες «μια διπλή βελέντζα, να έχεις να σκεπάζεσαι,
γιατί είσαι και ψηλός». Έτσι και έγινε. Το βράδυ, η ομάδα, πάντα τέσσερις
γυναίκες μαζί, για να μην πάει μία μόνη της και μιλάει με ξένο, βρεθήκανε ξανά
μπροστά στο χαγιάτι, του δώσανε τη βελέντζα μπόλικη, όπως και την είχαν
υποσχεθεί, του δώσανε και φαΐ.
Μια, όμως, πανέμορφη, ψηλή, τον πλησίασε και του ‘πε:
«Τη νύχτα θα ‘ρθω. Θα με καταλάβεις γιατί είμαι η
μοναδική στο χωριό που βάζω άρωμα λεβάντας. Μου το ‘χουνε φέρει από την
Αλεξάνδρεια, ένας θείος μου. Έτσι θα με αναγνωρίσεις γιατί θα έχει σκοτάδι και
δεν θα μιλάς καθόλου, θα έχεις δαγκώσει μαντήλι, όπως κι εγώ, μην ακουστεί
κουβέντα γιατί καήκαμε!».
Το βράδυ, κατά τα μεσάνυχτα, ήρθε αυτή, χώθηκε κάτω από
τη βελέντζα, έγινε χαμός, πριν να λαλήσουν τα κοκόρια έφυγε. Πριν φύγει του
είπε:
«Το βράδυ θα ξανάρθω! Αντέχεις;».
«Αντέχω!» της είπε αυτός.
Το βράδυ πήγε, όπως και όλα τα επόμενα…
Μετά από πέντε – έξι βράδια ο Σουλιώτης είχε μια απορία
και είπε στη γυναίκα ψιθυριστά στ’ αυτί:
«Μωρ’ βάιζε, σα να μεγάλωσαν λίγο τα βυζιά σου…».
«Προχθές ζύμωνα, χτες ήμουνα στη βρύση κι έπλενα τα
μπακίρια, σκυφτή δυο μέρες συνέχεια, τι να κάνουν κι αυτά, κρέμασαν!».
Μετά από δυο – τρεις μέρες, όπως ζευγάρωναν,
ξανασχολίασε:
«Μωρ’ βάιζε, σαν να μου φαίνεται πως… στένεψες από χθες».
«Αχ, χτες που είχα κατεβάσει να αρμυριάσω τα γίδια στη
θάλασσα, γλίστρησα και βράχηκα και από το κρύο θα σούρωσε. Τι να κάνει κι αυτό;».
Εκεί σιγούρεψε, πλέον, πως οι γυναίκες τον έπαιρναν
εναλλάξ κάθε βράδυ. Δεν μίλησε μια και τον βόλευε…
Τα παλικάρια του χωριού, που «εξυπηρετούσαν» τις χήρες,
που ήσαν πολλές, αντιλήφθηκαν απουσίες. Κατάλαβαν τι γινόταν και αποφάσισαν να
τον διώξουν για να μην έχουν ανταγωνισμό.
Έτσι, την Κυριακή, μόλις σχόλασε η εκκλησία, ένας απ’ αυτούς
πήρε το λόγο:
«Δεν ντρεπόσαστε συγχωριανοί, που κάποιοι βγάλατε βρώμα
πως ο άνθρωπος που φιλοξενούμε δεν είναι από το Σούλι: Για όποιον είναι άπιστος
υπάρχει μια δοκιμασία αδιάψευστη. Να ‘ρθει ο μπαρμπέρης, να τον ξυρίσει…
Σουλιώτικα! (σ.σ. χωρίς αφρό και με σουγιά)».
Ο Σουλιώτης συμφώνησε:
«Ναι, όπως τα λέτε πατριώτες. Μόνο που στο Σούλι έχει
υγρασία και μαλακώνουν τα γένια, ενώ εδώ έχει στέγνα. Πρέπει να κάνω δυο γύρους
το χωριό για να ιδρώσω, πρώτα!»
Το δέχτηκαν. Και ακόμα να φανεί…
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου