Ο Χαράλαμπος, στην πιάτσα καλούμενος «Μπάμπης», αρχές της δεκαετίας του 50 ήταν ιδιοκτήτης φορτηγού Hanomag, ιδιαίτερα περιποιημένου, καθότι μερακλής.
Χρώμα μεταλλικό, πράγμα δύσκολο για την εποχή, ζωγραφιστές ανθοδέσμες στις δύο πόρτες, επιγραφές «Εκτελούνται μεταφοραί & μετακομίσεις» με πολύ ωραία φωσφοριζέ γράμματα και εκτός των άλλων, είχε πενήντα – εξήντα φωτάκια, πολύχρωμα, που αν το ‘βλεπες νύχτα, φάνταζε σκέτος… επιτάφιος.Είχε εκτυπώσει, επίσης, καμιά πεντακοσαριά καλλιτεχνικές
κάρτες και είχε φροντίσει να τις μοιράσει σε πενήντα – εξήντα αντιπροσώπους
(εντός εισαγωγικών), κάνοντας εξήγηση:
«Παιδιά, αν σας τύχει μια μετακόμιση, σε γνωστό ή σε φίλο,
στείλ’ τε τον και ο Μπάμπης θα ξηγηθεί κατοστάρικο!» (τρία μεροκάματα την εποχή
εκείνη) «να βγάλεις κι εσύ τα τσιγάρα σου», στον εργάτη, «τα στυλομόλυβά σου»,
στον καθηγητή, «τα ασημένια σου κουμπιά», στον χωροφύλακα. Και μια επιπλέον
εξήγηση: «Το κατοστάρικο πέφτει, έτσι κι αλλιώς, ακόμα και αν χαλάσει η
δουλειά, με ευθύνη του πελάτη ή δική μου».
Η κάρτα, εκτός του «Εκτελούνται μεταφοραί», είχε και με
μικρά γράμματα στη σειρά πέντε τηλέφωνα, τηλέφωνο πιάτσας, τηλέφωνο οικίας,
τηλέφωνο καφενείου, τηλέφωνο ταβέρνας, τηλέφωνο φίλου Γιώργου – σε κάποιο απ’
αυτά θα τον εύρισκες.
Το τηλέφωνο που έπεσε εκείνη τη μέρα, ήτανε για μια μετακόμιση
κάπου εκεί στην Ακομινάτου, στη Βάθη. Ο Μπάμπης έφτασε, σε χρόνο μηδέν, δεν τον
ενόχλησε το σβηστό κόκκινο φωτάκι ούτε το «Νίνα» με μεγάλα γράμματα, δείχνοντας
πλήρη αδιαφορία, όπως θα άρμοζε σε σωστό επαγγελματία. Η κοπέλα του έδειξε ένα
δωματιάκι με ένα κρεβάτι, ένα λαβομάνο, μια μεταλλική ντουλάπα, ένα τραπέζι και
δυο καρέκλες.
«Μόνο αυτά θα πάρουμε απ’ αυτό εδώ το σπίτι. Πότε
μπορούμε, να γίνει η μετακόμιση;»
Ο Μπάμπης έβγαλε το μπλοκάκι, με δερμάτινη θήκη,
παρακαλώ, το συμβουλεύτηκε και ρώτησε:
«Πού ακριβώς πάνε, κυρία, τα έπιπλα;»
«Καρνεάδου 2020, Κολωνάκι!».
«Τι όροφος;»
«Ρετιρέ».
Δεν έδειξε σοκαρισμένος ο Μπάμπης από την αλλαγή…
περιβάλλοντος. «Η ψυχραιμία είναι το καλύτερο κλειδί για τις δουλειές», λέγανε
τα παιδιά της πιάτσας.
«Θέλουμε και τρία παιδιά, να τα πληρώσουμε, για να
ντύσουνε με κουβέρτες και με μουσαμά τα έπιπλα».
«Πότε θα είναι εδώ;»
«Αύριο το απόγευμα, πέντε με πέντε και δέκα ακριβώς! Και
την επομένη, δέκα, ακριβώς το πρωί, θα είμαι εδώ για την μεταφορά».
Η ακριβής ώρα, ακόμα και στα λεπτά, συνόδευε πάντα τα
ραντεβού του Μπάμπη.
Όταν έφτασαν και ανέβηκαν, με πολύ κόπο, τα έπιπλα στο
ρετιρέ, στο Κολωνάκι, ο Μπάμπης πήρε μια καρέκλα και κάθισε, λέγοντας στην
κυρία Νίνα:
«Δώσε από ένα πενηντάρι στα τρία παιδιά για τον κόπο τους και να ηρεμήσουμε λίγο και θα την βρούμε την άκρη με τα δικά μας». Η κυρία έπιασε κι έδωσε από ένα πενηντάρι και τους έδωσε και από ένα δεκάρικο επιπλέον.
Όπως καθότανε ο Μπάμπης, συνέχισε:
«Κυρία μου, με συγχωρείς, είδα το πρόσωπό σου να λάμπει,
είδα να φωτίζεσαι ολόκληρη, την ώρα που πλήρωνες τους άντρες και καταλαβαίνω
πως αυτό είναι το αντίθετο απ’ αυτό που γινότανε μέχρι χτες. Μήπως έχεις
αποφασίσει ν’ αλλάξεις δουλειά;»
«Ναι» του απάντησε εκείνη. «Είχα μια καλή κληρονομιά και
έχω πολλά χρήματα. Άλλωστε, ό,τι έκανα το έκανα για να ζήσω και γι’ αυτό τώρα μετακόμισα
και από σήμερα αλλάζω ρότα».
«Τ’ ονοματάκι σου, σε παρακαλώ; Το κανονικό. Μην
ξανακούσω το Νίνα πάλι…».
«Ελένη» του λέει.
«Ελενίτσα, εγώ με την δουλίτσα μου βγάζω, περίπου,
τέσσερους με έξι μισθούς γυμνασιάρχη το μήνα. Και επειδή αυτό συμβαίνει εδώ και
πολλά χρόνια, έχω και τέσσερα οικοπεδάκια στα τέσσερα καλύτερα μέρη της Αθήνας.
Αλλά το πού θα χτίσω ένα σπίτι, αυτό εξαρτάται από την κυρία. Αν βρεθεί η κυρία».
Η κυρία πήρε την δεύτερη καρέκλα, κάθισε απέναντι του και τα μάτια της άρχισαν να λάμπουν, γιατί
ήτανε και ωραίος άντρας ο Μπάμπης. Μετά από αμήχανη σιωπή κάποιων λεπτών,
σηκώθηκε, πήρε από την τσάντα της ένα μάτσο χρήματα, που ήτανε σαφώς πολύ
περισσότερα από τις πεντακόσιες δραχμές, που ήτανε να πληρώσει για την μεταφορά,
και του είπε:
«Μπάμπη, αυτά όλα δικά σου, γιατί είσαι ένα παιδί που τ’
αξίζεις».
Το ποσό, ίσως ήτανε και δυο χιλιάδες δραχμές!...
Τα πήρε ο Μπάμπης χωρίς να τα κοιτάξει, σηκώθηκε σοβαρός,
πήγε σε ένα βάζο που είχανε μεταφέρει, τα έβαλε μέσα και ξανακάθισε, λέγοντας:
«Σ’ ευχαριστώ για την δωρεά σου. Αν μετά από ένα χρόνο έχεις
κρατήσει το λόγο σου και είσαι τίμια γυναίκα και έχεις ξεκόψει από τα μέχρι
τώρα, να πας να τα πάρεις. Είναι δώρο! Αν, όμως, έχεις κάνει έστω και μία
λαδιά, ν’ ανοίξεις το παράθυρο και να το πετάξεις το βάζο κάτω. Κάποιος φτωχός
θα βρεθεί να τα μαζέψει!».
Η Ελένη δάκρυσε.
«Και ξέρεις κάτι, κυρία Ελένη, και να χωρίσουμε τώρα,
μιας και τα ‘παμε όλα. Επειδή είμαι παιδί του Ορφανοτροφείου (εφτά, οκτώ
αδέρφια είχε), έχω σαν όνειρο να παντρευτώ και να κάνω τέσσερα παιδιά».
«Κι εσύ τέσσερα; Κι εγώ τέσσερα!» απάντησε συγκινημένη η
Ελένη. Και συμπλήρωσε:
«Πιστεύεις στην παροιμία που λέει “Η πουτάνα νοικοκυρά
δεν γίνεται”;».
«Δεν πιστεύω πουθενά. Πιστεύω στο λόγο σου και στον όρκο
που θα δώσεις στην Παναγία».
«Ορκίζομαι στην Παναγία ότι δεν θα ξαναγυρίσω σ’ αυτή την
ζωή, που έκανα μέχρι τώρα!».
Και τότε αυτός την πλησίασε και την πήρε, τρυφερά, στην
αγκαλιά του!
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου