Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2022

Όχι, ο Παν δεν πεθαίνει!

Τριάντα τρεις μέρες. Ναι, τριάντα τρεις, μετρημένες μία προς μία από τότε που άρχισα να νιώθω πρακτικά ξένος στον τόπο μου. Τότε που άρχισε να λειτουργεί το εργοστάσιο λιπασμάτων.

Και να σκεφτείς πως μένοντας τέσσερα χιλιόμετρα έξω απ’ την πόλη, μεσ’ στις πορτοκαλιές, είχα την εθελότυφλη σιγουριά πως ο πολιτισμός μπορεί να κρατηθεί μακριά μου.

Έκλεισα για τριακοστό τρίτο βράδυ τα παραθυρόφυλλα κρατώντας την αναπνοή μου με την ψευδαίσθηση ότι εξορκίζω έτσι το μολυσμένο αέρα, είπα δυο - τρεις λέξεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα κάποιων άρθρων του ποινικού κώδικα περί εξύβρισης κ.λπ., χαμήλωσα τα φώτα και χώθηκα στη συνηθισμένη μου θέση στον καναπέ.

Στο κασετόφωνο είχα αφήσει την κασέτα που άκουγα ολοβραδίς, με τον Αριστείδη Βασιλάρη να παίζει δημοτικά με φλογέρα και σκόρπια δίπλα του τα χειρόγραφα από την απόπειρα απόδοσης στη νεοελληνική του βουκολικού μυθιστορήματος «Δάφνις και Χλόη». Όμορφη ιστορία που, όμως, με παίδευε. Άιντε να αποδώσεις στα νεοελληνικά το θηλυκό όνομα Λυκαίνιον. Εκεί είχα κολλήσει. δυο βράδια τώρα. Άλλωστε δεν είχα και κέφι.

Γύρισα την κασέτα στην αρχή. Η μουσική διασκορπίστηκε γύρω και μέσα μου. Έσπρωξα από κοντά μου τα χαρτιά, άναψα το δεύτερο τσιγάρο της ημέρας, χαμήλωσα τα φώτα, έκλεισα τα μάτια. Επιτέλους ένιωσα να γαληνεύω. Τράβηξα δυο ρουφηξιές απ’ το τσιγάρο και το έσβησα.

Το φως της μέρας ήρθε απότομα και εγώ ήμουν εκεί μπροστά στο εργοστάσιο. Τριακοστή τέταρτη μέρα σκέφθηκα. Όμως, κάτι παράξενο αιωρείτο στην ατμόσφαιρα. Κάτι σαν ιονισμένος αέρας πριν την καταιγίδα. Το βλέμμα μου πλανήθηκε ενστικτωδώς στην καπνοδόχο. Ξαφνιάστηκα· κλαδιά κισσού, που μεγάλωναν δευτερόλεπτο με το δευτερόλεπτο, σκαρφάλωναν, συμπλέκονταν μεταξύ τους και άπλωναν προς τα πάνω να την σκεπάσουν. Πιο κάτω, σαν από μαγεία, αγιόκλημα φύτρωνε και με ταχύτητα σκέπαζε τοίχους, διπλωνόταν στα κάγκελα των παραθύρων και προχώραγε στο εσωτερικό.

«Ηκούετο δε τις σύριγγος ήχος - αλλά ουκ έτερπεν ως σύριγξ, εφόβει δε τους ακούοντας ως σάλπιγξ».*

Και εκεί που μαγεμένος κοιτούσα με περίσσια ανατριχίλα το θάμα, μια σκιά αλλόκοτη χύμηξε να σκεπάσει το κτίριο, χωρίς να μπορεί να εξηγηθεί η παρουσία της. Μια σκιά ενός προσώπου, που ναι μεν δεν το έβλεπα, όμως, έδειχνε πως στο κεφάλι του δυο τραγίσια κέρατα φύτρωναν. Και τότε μια στριγγιά, φοβερή, απόκοσμη φωνή ακούσθηκε:

«Ο Μέγας Παν δεν πέθανε!»**.

Πάγωσα.

Ξύπνησα τρομαγμένος, μούσκεμα στον ιδρώτα. Το φως έκαιγε, το κασετόφωνο είχε σταματήσει και απ’ τις γρίλιες έμπαινε φως.

Τα βουκολικά μυθιστορήματα με επηρέασαν, σκέφθηκα.


Από κάτω απ’ την αυλή άκουσα φωνή.

«Μισό λεπτό», απάντησα και έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου.

«Έχω νέα», μου είπε ο γείτονας μετά από μισή καλημέρα, «πάμε».

Τον κοίταξα με απορία.

«Στο εργοστάσιο έγινε ατύχημα. Λίγο πριν έρθουν οι εργάτες το πρωί, ανεξήγητα τινάχτηκε ο κεντρικός λέβητας. Μεγάλη καταστροφή. Μιλάνε για σαμποτάζ. Αν γινόταν μια ώρα αργότερα θα κλαίγαν μανούλες. Μαζεύουμε ήδη υπογραφές να το διώξουμε. Οι περισσότεροι εργάτες ζητάνε να πληρωθούν και να φύγουν. Ήρθε και ο νομάρχης. Υποσχέθηκε πως θα το κλείσει...».

Πλησιάζουμε στον περίβολο. Κόσμος πολύς μαζεμένος. Φωνές. Αφηρημένα, η ματιά μου έπεσε στο χώμα. Και τότε τις είδα. Παράξενες πατημασιές, όχι ανθρώπινες, που άρχιζαν ήδη να σκεπάζονται απ’ το πέρα δώθε των συγκεντρωμένων. Λες να.... σκέφτηκα.

Γυρίζοντας μετά από ώρα στο σπίτι μου, χαρούμενος από το αναπάντεχο και επιβεβαιωμένο πια νέο του κλεισίματος του εργοστασίου, ρουφούσα άπληστα τον καθαρό αέρα. Ένιωθα πως, ναι, αυτός ήταν ο τόπος μου: Δέντρα λουλούδιασμένα, δροσερό χορτάρι, χώμα καρπερό, διάφανη ατμόσφαιρα και κελάιδισμα πουλιών.

«Πάνα δε μιν καλέεσκον, ότι φρένα πάσιν έτερψε».***

…………………………………………

*«Και ακουγόταν ένας αχός σουραυλιού· μα δε χαροποιούσε σαν σουραύλι, παρά τρόμαζε αυτούς που το άκουγαν σαν να ήταν σάλπιγγα». Λόγγου, «Δάφνις και Χλόη» Λογ. Β' εδ. κστ'.

**Η αρχαία ψυχή ζει μέσα μας/αθέλητα κρυμμένη·/ο Μέγας Παν δεν πέθανεν,/όχι· ο Παν δεν πεθαίνει! Κωστής Παλαμάς, «Ίαμβοι και ανάπαιστοι, Ουρανία»

***«Και τον ονόμασαν Πάνα, γιατί έδινε σε όλους τη χαρά». Ομηρ. Ύμν. 19, στ. 32-46

Γιώργος Ν. Μουσταΐρας

Περιοδικό «Ελλέβορος», Άργος, καλοκαίρι 1990

.............................

Προτείνω: Παντελή Μπουκάλα: Ο Εμπειρίκος, ο Σικελιανός και ο Παλαμάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου