Αρχές δεκαετίας του 60. Ο Τάκης υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία στην Αττική, όπου, ως καλός σκοπευτής με επιτυχίες είκοσι στα είκοσι κέντρο, πήρε διήμερη τιμητική άδεια.
Τα οικονομικά του ήταν καλά, έτσι, σένιος, με κοστουμάκι, γραβάτα και γιλέκο βγήκε τσάρκα στην Αθήνα.Στο Σύνταγμα γινόταν διαδήλωση και χαμός, έτσι άλλαξε
λίγο διαδρομή και βρέθηκε μπροστά σε ένα πολύ ωραίο ζαχαροπλαστείο - ήταν το
Ζόναρς επί της Πανεπιστημίου. Διάλεξε ένα από τα τραπεζάκια που ήταν έξω, παραγγέλνοντας
ένα ΤΑΜ – ΤΑΜ. Καθώς απολάμβανε το αναψυκτικό του, τον πλησίασε μια κυρία,
ολίγον τι σιτεμένη, πολύ ωραία ντυμένη και μακιγιαρισμένη για τα δεδομένα της
εποχής, αποπνέοντας ένα φανταστικό άρωμα.
Αεράτη, τον αγκάλιασε και τον φίλησε, λέγοντας:
«Αγαπητέ μου ανιψιέ, τι μου κάνεις; Τι κάνει η εξαδέλφη
μου, η μαμά σου, είναι καλά;»
Είχε μεγάλο σόι και σκέφτηκε πως κάποια θεία θα ήταν. Την
φίλησε κι αυτός κι εκείνη του έκλεισε το μάτι, συνεχίζοντας:
«Τα ‘χω φέρει τα πράγματά σου, εδώ δίπλα είναι, πάμε!»
και έβγαλε ένα τάλιρο να πληρώσει – δύο έκανε – «πάμε στο σπίτι να τα πάρεις».
Καθώς προχωρούσαν, ο Τάκης, με την σκέψη πως επρόκειτο
για εκδιδόμενη, ρώτησε:
«Πόσο;».
«Ένα πενηντάρικο. Είσαι ευχαριστημένος;»
Τριάντα στον οίκο ανοχής, πενήντα εδώ και χάι κλας,
συμφέρει, σκέφτηκε.
Προχώρησαν σε κάτι στενά της Σόλωνος και ανέβηκαν σε ένα
διαμέρισμα υπερλούξ. Άσπρα σεντόνια σατέν, ένα πολύ ωραίο μπάνιο, γενικώς
πολυτέλεια. Ξεκίνησε η προθέρμανση. Πριν, όμως, περάσουν στο παρασύνθημα, η
κυρία ζήτησε να πάει στην τουαλέτα. Στο διάστημα αυτό, ο Τάκης έβγαλε ένα
πενηντάρικο από το πορτοφόλι για να πληρώσει προκαταβολικώς, όπως προβλέπεται: «Πρώτα
το μόνεϊ και μετά το… χώνεϊ». Βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο, καθώς η κυρία βγήκε
από το μπάνιο, κρατώντας κι αυτή ένα πενηντάρικο στα χέρια! Τότε
συνειδητοποίησε ότι τον είχε κάνει επιλογή επ’ αμοιβή!
Γελάσανε και της πρότεινε: «Πάρε εσύ το δικό μου
πενηντάρι και θα πάρω εγώ το δικό σου!». Διότι δυο λεπτά πριν από την αμαρτία, όταν
είσαι δεκαεννιά χρονών, ποιος κάθεται να μετράει τα πενηντάρικα…. Προχώρησαν
ακάθεκτοι στα περαιτέρω και πέρασαν καλά για αρκετές ώρες.
Από ‘κείνη την ημέρα, στην πύλη του στρατοπέδου τον
περίμενε αυτοκίνητο. Έπεφταν και τα τηλέφωνα και έπαιρνε εξόδους εκτός
προγράμματος…
Όπως, τότε που τηλεφώνησε πως δεν θα πήγαινε στο ραντεβού
της επομένης, γιατί δεν του έδιναν άδεια και άκουσε αγριεμένη την κυρία: «Ποιος
δεν σου δίνει άδεια, ο Διοικητής σου; Περίμενε!» Σε δέκα λεπτά τον καλούσαν τα
μεγάφωνα. Η άδεια εξόδου ήταν μετά διανυκτερεύσεως!
Η ιστορία αυτή κράτησε καμιά δεκαριά μήνες, μέχρι την
απόλυση. Και χωρίς… πενηντάρικα!
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου