Πάλι καλά που την έβγαλες
«καθαρή» με μερικούς αραμπάδες ξύλο και βρίσκεσαι σώος και ζωντανός μπροστά
στην πόρτα του σπιτιού σου.
Αυτά σκεφτότανε ο φουκαράς ο κυρ Λάζαρος ο Κιώτης, καθώς
νύχτα γυρνούσε από τ’ Ανάπλι, τσακισμένος από την κούραση κι από τους απανωτούς
ξυλοδαρμούς, νιώθοντας πως, επιτέλους, έφτανε στο τέλος του Γολγοθά εκείνης της
μέρας.
Τέλη Σεπτέμβρη του 1944, καθώς οι Γερμανοί είχαν μόλις
πάει στον αγύριστο και έχοντας μείνει στεγνός από χρήμα, μάζεψε σ’ ένα μεγάλο ζεμπίλι
ό,τι παραγγελία είχε από τις κυράδες τ’ Αναπλιού - είδη προικός – και
ετοιμάστηκε να πάρει τον δρόμο για την πολιτεία.
Βλέποντάς τον, η κυρά Γιωργία, η γυναίκα του,
αλαφιάστηκε:
«Πού πας βρε συφοριασμένε;»
«Στ’ Ανάπλι, που έχω παραγγελίες. Δεν υποφέρεται άλλο η αδεκαρία!»
της απάντησε και κίνησε να φύγει.
«Θα σου σπάσω το κεφάλι με τον κόπανο!» τον απείλησε αυτή
και προσπάθησε να τον εμποδίσει. Την αγνόησε και βγήκε στη στράτα. Είχε δρόμο
μπροστά του και έπρεπε να προλάβει. Ένα μικρό μονοπάτι οδηγούσε από τη Νέα Κίο
στο Ναύπλιο και το πήρε σιγά – σιγά.
Στην έξοδο του χωριού έπεσε επάνω στο φυλάκιο της
Ο.Π.Λ.Α. (
«Για πού το βαλες Λάζαρε», του φώναξε ο επικεφαλής, καθώς
τους πλησίαζε.
«Στ’ Ανάπλι, που έχω πελάτισσες, να πουλήσω» απάντησε ο
ταλαίπωρος.
«Στ’ Ανάπλι, εκεί που είναι τα Τάγματα;» Και του την
πέφτουνε. Του άνοιξαν το ζεμπίλι να δουν τι κουβαλούσε και ταυτόχρονα αρχίνισε
το μπερντάχι. Έφαγε μπόλικες.
«Αμάν βρε παιδιά, να βγάλω το ψωμί μου!» τους κλάφτηκε.
Βαρέθηκαν να τον βαράνε και τον άφησαν. Μάζεψε όπως – όπως την σκορπισμένη στο
χώμα πραμάτεια του, την τίναξε να φύγει η σκόνη και κίνησε να προλάβει τη μέρα.
Δαρμένος, κουρασμένος και ιδρωμένος πλησίαζε στη Γλυκιά,
έξω από το Ναύπλιο, όπου είχαν το δικό τους φυλάκιο τα Τάγματα Ασφαλείας. Τον
είχαν δει με τα κιάλια, που πλησίαζε και τον περίμενε νέα επιτροπή υποδοχής:
«Πούθε έρχεσαι πατριώτη;»
«Από την Κίο, με περιμένουν οι πελάτισσές μου στ’ Ανάπλι».
«Από την Κίο; Την μικρή Μόσχα;» και αρχίνισε νέος γύρος.
Πάρε και τούτη, πάρε κι εκείνη!
«Έλεος, μη με βαράτε άλλο! Πρόκειται για γνωστές κυρίες
της πόλης. Η κυρία τάδε, η κυρία τάδε…Ρωτήστε…» τους φώναξε μέσα στην απελπισία
του.
Πήραν τηλέφωνο αυτοί στην έδρα τους, στον επικεφαλής τους,
τον λοχαγό Δημήτρη Μουστακόπουλο και το ανάφεραν. «Αφήστε τον να περάσει, να
κάνει τη δουλειά του. Δεν είναι χαρακτηρισμένος». Τον άφησαν.
Βρήκε τις πελάτισσες, έδωσε τις παραγγελίες, πληρώθηκε
κάτι… εκατομμύρια, πληθωριστικά λεφτά. Κάτι θα βόλευε, πάντως. Απ’ ολότελα… Πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Στη Γλυκιά άρπαξε μερικές κλωτσιές για κατευόδιο. «Άει
στο καλό και να μη μας ξεχνάς. Χαιρετίσματα στους συντρόφους!»
Πλησίαζε να νυχτώσει, όταν κατάκοπος έφτασε στο φυλάκιο
της Ο.Π.Λ.Α.
«Βρε καλώς τονα!» Τον παρακολουθούσαν με το κιάλι από την
ώρα που άφησε την Γλυκιά. «Πώς και σ’ αφήσανε οι Ταγματαλήτες να φύγεις
ζωντανός;»
«Μα, σας είπα, να πουλήσω πήγα ο φουκαράς. Και με
ρημάξανε στο ξύλο!»
«Φαίνεται πως το ξύλο σε τρέφει» του απάντησαν. Και του
έριξαν κι αυτοί μερικές ψιλές, για το καληνύχτα.
Επιτέλους, έφτασε στο σπίτι του. Κτύπησε να του ανοίξει η
γυναίκα.
«Ποιος είναι τέτοια ώρα;»
«Ο Λάζαρος!»
«Και δεν σε σκότωσαν, καημένε μου;»
«Γυναίκα, ό,τι και να πεις έχεις δίκιο. Πάρε τον κόπανο
κι αρχίνα να βαράς κι εσύ! Μονάχα άνοιξε την πόρτα».
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
………..
Από πληροφορίες του κυρίου Λούη Λάμπρου. Η εικόνα του Ναυπλίου είναι τμήμα ακουαρέλας του Πάρι Πρέκα (1926-1999).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου