Απόδοση Τάσου Βουρνά).
Είναι ήδη σε αποδρομή το θέρος με τους καύσωνες, που ο οργανισμός αποζητά τη δροσιά παντί τρόπω. Και ο ευκολότερος βέβαια είναι τα παγωμένα ποτά. Εθνικό δε ποτό του θέρους τείνουμε να καθιερώσουμε τον «εκ κριθής οίνον», κοινότερον γνωστόν ως ζύθον, τη μπυρίτσα του Θεού, για να γινόμαστε καταληπτοί, τέλος πάντων. Η μπυρίτσα, λοιπόν, έχει τα καλά της έχει και τα κακά της. Καλό κάνει - μετά συγχωρήσεως - με την άφθονη διούρηση που προκαλεί, κακό κάνει με τις κοιλάρες που μας φτιάχνει, κοιλάρες που έχουν ταυτιστεί με την εικόνα του επιτυχημένου νεοέλληνα μικροεπιχειρηματία ή εμπόρου.
Όμως, πώς να το κάνεις, καλή η μπυρίτσα, δροσίζει, ανακουφίζει, τονίζει την κοινωνική άνοδο και επιτυχία, όμως, όπως το λέει κι ο μακαρίτης Ιουλιανός, συγκρίνοντάς την με το κρασάκι:
«... αν τραγίλα εσύ βρωμάς νέκταρ μυρίζει εκείνος (ο οίνος)».
Το κρασάκι. Ο φίλος μας σε κάθε εποχή και όχι μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις. Φτάνει βέβαια να είναι οίνος αγνός χωρίς πρόσθετα λίτρα νερού ή δόσεις συντηρητικών χημικών στο βαρέλι του. Και το βαρέλι, να είναι από καλό ξύλο και όχι απ’ αυτά του ουίσκι, που κυκλοφορούν τα τελευταία χρόνια ή - χειρότερα - πλαστικό. Κι ακόμα, να είναι από μουστιά ζυμωμένη, - ζωντανή δηλαδή - μέσα στο βαρέλι εξ αρχής. Γιατί το κρασάκι είναι ζωντανό πράγμα. Συμμετέχει στη ζωή μας και μάλιστα πολλές φορές την κατευθύνει από δω ή από κει, ελέγχοντας τις ανώτερες συναισθηματικές λειτουργίες μας και ειδικότερα τις έχουσες σχέση με τον έρωτα. Εκεί, ανάλογα με τις περιστάσεις, άλλοτε ανοίγει την όρεξη και ενισχύει την προσπάθεια και άλλοτε σε κάνει να ξεχνάς:
Η ίδια του η εμφάνιση στον ελληνικό χώρο είναι συνυφασμένη με ερωτοδουλειά: Ο μουρντάρης ο Διόνυσος παρέσχε κάποιες «ερωτικές εξυπηρετήσεις» στη βασίλισσα Αλθαία, σύζυγο του βασιλιά Οινέα. Για να επιβραβεύσει δε τη βασιλική «ανοχή» εις την, όσο να ‘ναι, εκτροπή και για να βοηθήσει τον απατημένο να ξεχάσει, του έμαθε την τέχνη της καλλιέργειας της αμπέλου και έδωσε το όνομά του στο χυμό των καρπών της.
Έκτοτε ο οίνος είναι συνυφασμένος, εν πολλοίς, με την ερωτική εκτροπή:
Κέρασμα ζήταγε ο Βελή - Γκέγκας και εννοούσε να τον τρατάρουνε απ’ τ’ άλλα τα κεράσματα, τα… ξινά.
Ανάλογα είναι και τα υπονοούμενα του νιού στο παρακάτω τραγούδι, μόνο που αυτός είναι πιο ευγενής - καθότι ευπρόσδεκτος:
Κάτι ήξεραν λοιπόν οι αρχαίοι, που είχαν τον Βάκχο σε τόσο ψηλή θέση και ουσιαστικά τον εξομοίωσαν με τους Ολύμπιους συναδέλφους του.
Γιατί το πνεύμα του οίνου, το οποίο εκπροσωπούσε, ήταν και είναι από τις υψηλότερες αξίες της ζωής, γιατί ομορφαίνει την ίδια τη ζωή. Το λέει και η Αγία Γραφή των Χριστιανών:
Διακηρύσσοντας δε ανά τους αιώνες τη συνέχεια και τη ζωτικότητα του Ελληνισμού, απαράλλαχτη παραμένει η μυσταγωγία της λατρείας του Διονύσου, παραδιδόμενη ως ιερή παρακαταθήκη απ' τον παππού στον εγγονό:
«Οι Αθηναίοι είχαν ιδρύσει εις την συνοικίαν των Λιμνών, ιδιαίτερον ιερόν (Ληναίον), εις τον Διόνυσον, τον θεόν του Ληνού (Ληναίος), πέριξ δε του ιερού τούτου ετελείτο η εορτή (τα Λήναια*).
Όταν προσέφεραν εις τον Θεόν, εντός του ναού του τα πρώτα δείγματα του οίνου, παρεκάθηντο εις συμπόσιον, τα έξοδα του οποίου επλήρωνεν το κράτος και έπινον συνεχώς και χωρίς αναπνοήν τα δώρα του Θεού. Ακολούθως, όλη η εύθυμος συντροφιά, η πομπή του Ληναίου όπως την έλεγον, επροχωρούσε με θορυβώδη άσματα εις τας οδούς της πόλεως, ψάλλουσα τα εγκώμια του Διονύσου, τονίζουσα ιδιαιτέρως τον ενθουσιώδη και περιπαθή διθύραμβον και εν συνεχεία ξεσπούσε εις αστειότητας - και εις τρελήν ευθυμίαν» (Πολ Ντεσάρμ - «Ελληνική μυθολογία»).
Με την αναμονή και των εφετινών Ληναίων εύχομαι σ’ όλους:
«Καλές μουστιές και καλό χειμώνα!» (Από Αύγουστο χειμώνα…)
-------------------
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε πριν 29 χρόνια, το Φθινόπωρο του 1990, στην ημερήσια εφημερίδα των Αθηνών ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ, στα πλαίσια της εβδομαδιαίας στήλης μου με τον τίτλο: «Ιχνηλατώντας τις Παραδόσεις». Αναδημοσιεύτηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα της Αργολίδας ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ στις 29 Σεπτεμβρίου 1993. Έχουν γίνει σ' αυτό κάποιες μικρές διορθώσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου