Εκείνο το βροχερό απόγευμα του Νοέμβρη, στο παλιό Ναύπλιο δεν κινιόταν ψυχή. Μόνος στο μπαρ του, το «ΜΑΚΑΟ», ο Νίκος Λιανός σκότωνε την ώρα του, διαλέγοντας μουσικές στο πικ απ.
Όπου, μετά από ώρα αναμονής, που δεν φαινόταν ούτε
πελάτης ούτε φίλος περαστικός, η πόρτα άνοιξε και μπήκε μια γυναίκα. Πρέπει να
ήταν όμορφη στα νιάτα της, νιάτα που είχε αφήσει πίσω της από καιρό, καθώς όλα
στη μορφή της έδειχναν πως αν δεν τα είχε ήδη ξεπεράσει, έκλεινε μετά
βεβαιότητας τα δεύτερα –άντα.
Προχώρησε προς τη μπάρα και έπιασε ένα κοντινό στο Νίκο
σκαμπό, παραγγέλνοντας ένα δυνατό ποτό, να την ζεστάνει. Σύντομα άρχισαν οι
εξομολογήσεις. Συνοδός κυρίων – κατ’ ευφημισμόν – το επάγγελμά της, χρόνια καλά
είχε περάσει στην Αθήνα αλλά κάποια στιγμή, με την πάροδο της ηλικίας, άρχισαν
να δυσκολεύουν τα πράγματα εκεί. Έτσι, σκέφτηκε να αλλάξει περιβάλλον και να
κατεβεί στην επαρχία, προς αναζήτηση καλύτερης τύχης.
«Δηλαδή, τι περιμένεις να βρεις στο Ναύπλιο;» τη ρώτησε –
κλασικά περίεργος – ο Νίκος.
«Να γνωρίσω κάποιους σοβαρούς επαγγελματίες, που θα
αποζητούσαν μια διακριτική γυναικεία συντροφιά» του απάντησε.
«Δηλαδή, είσαι έτοιμη να στρωθείς στη δουλειά;»
«Όχι ακριβώς έτοιμη, μιας και περνώ τις δύσκολες
γυναικείες μέρες»
Δεν είχε αποσώσει την κουβέντα της και φάνηκε απ’ έξω να
περνά ο Κυριάκος, ο δημοσιογράφος. Άλλο δεν ήθελε ο Λιανός, έσπευσε προς την
πόρτα και τον κάλεσε μέσα. Έκανε τις απαραίτητες συστάσεις:
«Ο κύριος Κυριάκος είναι εκδότης δύο ημερησίων
Πελοποννησιακών εφημερίδων. Η κοπέλα ανήκει στον καλλιτεχνικό χώρο και πιστεύω
πως έχετε κοινά ενδιαφέροντα».
Ο Κυριάκος παράγγειλε ποτό, ρώτησε τι θα πιεί και η
«κοπέλα» και της έπεσε από κοντά για ψηστήρι. Ο Νίκος κάθισε διακριτικά σε
απόσταση.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και ο Κυριάκος πλησίασε το Νίκο,
μιλώντας του σιγά:
«Δεν μου δίνεις για καμιά ώρα το κλειδί της γκαρσονιέρας
σου, να πάμε να συζητήσουμε με ησυχία;»
Γνωρίζοντας το «πρόβλημα» της γυναίκας αυτός, με ένα
πονηρό χαμόγελο και χωρίς να τον προειδοποιήσει για το τι θα… συναντούσε, το
έδωσε ευχαρίστως.
Η μια ώρα πέρασε, πέρασαν και άλλες ακόμα, η ανησυχία
άρχισε να τον τρώει το Νίκο, ώσπου, καθώς ετοιμαζόταν να κλείσει, φάνηκε ο
Κυριάκος και του επέστρεψε το κλειδί. Τον παραξένεψε, όμως, που αντί να του
εκφράσει την όποια δυσαρέσκεια, τον ευχαρίστησε και από πάνω. Μέχρι να φτάσει
στη γκαρσονιέρα του τον έτρωγε η απορία. Μόλις, όμως, άνοιξε και μπήκε μέσα τα
πάντα διαφωτίσθηκαν…
Θυμάμαι ακόμα, αν και έχουν περάσει κάπου τριάντα χρόνια
από τότε, το σχόλιό του:
«Μα τον κερατά, να βρω αίματα στο κρεβάτι και στο πάτωμα
ήταν λογικό. Να βρω, όμως, αίματα και επάνω στους… τοίχους, πώς τα κατάφερε; Αυτό δεν μπόρεσα να το
χωνέψω! Ξημέρωσα για να καθαρίσω το δωμάτιο. Τον Κυριάκο τον έχασα για κανένα
μήνα. Ούτε απ’ έξω δεν πέρναγε!»
Τι να του πω κι εγώ; Ας πρόσεχε!
Γιώργος
Ν. Μουσταΐρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου