Η παρέα των μεσηλίκων μαζευόταν κατά τακτά διαστήματα στο ίδιο καφενείο. Ένα ποτήρι τσίπουρο ή μια κούπα κρασί – ανάλογα με τις προτιμήσεις – συνόδευαν τους μεζέδες τους, για να τους ανοίξει η όρεξη και να πάνε για μεσημεριανό στα σπίτια τους.
Στην ουσία, οι μεζέδες ήσαν αυτοί που συνόδευαν το πιώμα
και λειτουργούσαν ως άλλοθι για την άκρατη κατανάλωση του οινοπνεύματος.
Κατανάλωση που τις περισσότερες φορές έβγαινε εκτός ελέγχου και τα φυσιολογικά
καθημερινά πειράγματα «χόντραιναν», κάποτε και σε βαθμό παρεξήγησης. Μια τέτοια
μέρα ήταν κι αυτή, που περιγράφω στη συνέχεια…
Ο Μηνάς, που ήταν τριάντα χρόνια παντρεμένος με την
Καλλιόπη και δεν ευτύχησαν να κάνουν παιδιά, έφτασε εκείνο το μεσημέρι αρκετά
καθυστερημένος στη σύναξη, τόσο που δεν βρήκε και κανέναν νηφάλιο… Είχανε ήδη αρχίσει
να εκστομίζονται χοντράδες, δηλαδή.
Έτσι, με το που κάθισε, μη έχοντας προκάμει καλά – καλά να
βάλει κρασί στο ποτήρι του, ο Θοδόσης του πέταξε, ψευδίζοντας, την καρφωτή:
-Ρε Μηνά…
-Τι είναι ρε;
-Όταν στο κοπάδι μια γίδα δεν «πιάνει», λένε πως πρέπει
να της αλλάζουνε τον τράγο, μπας και δούνε προκοπή! Εσύ τι λες περί αυτού;
Παγωμάρα στην ομήγυρη, σε αναμονή επεισοδίου…
Κάτι τέτοιο, όμως και ευτυχώς, δεν συνέβη. Αντιθέτως, ο
Μηνάς, σηκώθηκε ήρεμος, έχοντας ζωγραφισμένο στο πρόσωπο ένα γλυκό χαμόγελο. Με
τα μάτια του να αναδύουν μια πονηρή λάμψη, πλησίασε τον Θοδόση και άρχισε να
τον χαϊδεύει στο κούτελο, σχολιάζοντας με νόημα:
-Εγώ Θοδόση μου, αν έπρεπε να διαλέξω τραΐ, θα το προτιμούσα…
σιούτο*!
Και ξανακάθισε, τείνοντας προς το μέρος του το ποτήρι,
για να τσουγκρίσουν:
-Άειντε, στην υγειά σου, κερατούκλη!
Ήταν κοινό μυστικό πως η Θοδόσαινα, εδώ και πολύ καιρό «το
πήγαινε το γράμμα» (και το έφερνε)…
Γιώργος
Ν. Μουσταΐρας
………………..
*σιούτο: Το ζώο που του λείπουν τα κέρατα
Σημ.: Η ιστορία είναι πραγματική, τα ονόματα φανταστικά και ο τόπος του συμβάντος δεν είναι επιτρεπτό να κατονομασθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου