Γεννημένος το 1899, στην Δαλαμανάρα του Άργους, πενήντα μέτρα από το πατρικό μου σπίτι, ο Μίμης Μουσταΐρας του Πέτρου, ήταν γνωστός και με το παρανόμι «Τσιμπλής», για να τον ξεχωρίζουν από τον συνεπώνυμο δεύτερο ξάδερφό του και αδερφό του πατέρα μου Μίμη, γεννημένο το 1895, γνωστόν και ως «Κοκκίνη».
Όπως χιλιάδες Ελληνόπουλα, πολέμησε κι αυτός στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας και ήταν από τους τυχερούς, που γύρισαν σώοι από ‘κει, παρόλο που έλαβε μέρος, μεταξύ των άλλων μετώπων και στις πολυαίμακτες μάχες του Εσκί Σεχίρ. Μνήμες φοβερές, που τον στοίχειωναν την υπόλοιπη ζωή του.
Αφού επέστρεψε στο χωριό και έβαλε σε μια σειρά την ζωή του, πήρε την απόφαση να παντρευτεί. Τη νύφη του την προξένεψε η πρώτη του ξαδέρφη, η Ελένη Παπανδριανού από του Λάλουκα. Ήταν η Ρήνα Τσίγκα του Αλέξη, γεννημένη το 1903.
Ήταν Αποκριά, που τα κορίτσια στο χωριό, εκεί στην Άγια Κυριακή, είχαν στήσει το χορό, όταν πήγε ο μπάρμπας μου να δει την υποψήφια νύφη. Κρατώντας έναν φακό, έριχνε κάπου – κάπου το φως προς το μέρος τους για να σχηματίσει εικόνα. Οπότε, η μετέπειτα θειά μου, που έσερνε το χορό και μη γνωρίζοντας πως αυτή ήταν το αντικείμενο της… έρευνας, σχολίασε:
«Κορίτσια, κάποια θα παντρευτεί σήμερα!»
Όλα ακολούθησαν την φυσιολογική τους πορεία, έγιναν τα αρραβωνιάσματα και ήρθε η ώρα να φιλοξενήσουν τον γαμπρό στο σπίτι του πεθερού. Το βράδυ, μετά το φαγητό, που θα πήγαιναν για ύπνο, τον έβαλαν στο δωμάτιο των ξένων. Η πεθερά του είχε ετοιμάσει και λευκό νυχτικό, με λευκό σκούφο. Η νύφη κοιμόταν από την άλλη πλευρά του σπιτιού…
Έλα, που ο μπάρμπας μου είχε ‘καψωθεί» και μέσ’ τη νύχτα θέλησε να επικοινωνήσει με την αρραβωνιάρα. Σηκώθηκε ακροποδητί, λοιπόν, και βγήκε στην αυλή, για να πλησιάσει το παράθυρό της. Στην αυλή, όμως, περιπολούσε, φύλακας ακοίμητος, ένας μαντρόσκυλος, που του έκανε «μαρς» και τον έστρωσε στο κυνήγι! Με την ψυχή στο στόμα, ο ερωτευμένος Μίμης πρόλαβε και σκαρφάλωσε πάνω σε ένα δέντρο.
Τα γαυγίσματα έδωσαν σήμα μέσα στο σπίτι πως κάποιος ήταν στην αυλή. Ο πεθερός, που βγήκε με το φανάρι, βρήκε τον σκύλο αγριεμένο να αλυχτά κάτω από το δέντρο και πάνω στο δέντρο κάτι να ασπρίζει. Στην αρχή τον πέρασε για φάντασμα αλλά πλησιάζοντας διέκρινε το γαμπρό με τη νυχτικιά και το σκούφο.
Μάζεψε τον σκύλο και το επεισόδιο έληξε αναίμακτα. Η δικαιολογία «βγήκα για το ψιλό μου», έγινε δεκτή χωρίς αμφισβητήσεις από την πλευρά της οικογένειας. Ο γαμπρός ήταν καλός, τον θέλανε και στο κάτω - κάτω είχε πάρει το «μάθημά» του…
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
*Χρησιμοποιώ γενική στην αναφορά του χωριού γιατί Λάλουκας ήταν ο οικιστής.
...............................
Στην επάνω φωτογραφία ο Μίμης και η Ρήνα Μουσταΐρα (δεξιά), μαζί με Λαλουκιώτες, σε κάποια εκδρομή. Με το γιλέκο και το μπουκάλι το κρασί είναι ο Ηλίας Τσίγκας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου