Τετάρτη 11 Μαρτίου 2020

Μνήμες Θεσσαλονίκης: Ο μεζές στα Κάστρα και η… χυλόπιτα στην Καμάρα


Καθόμαστε η παρέα, κάθε βράδυ καθώς σκοτείνιαζε, στο μπαλκονάκι του «Μακεδονικού», που βρισκόταν μετά την τρίτη πορτάρα, στα Κάστρα της Θεσσαλονίκης. 

Επικεφαλής ο μερακλής μπουζουκτσής Μάκης Λύκος. Ήταν αρχές του Ιούνη του 1983. Μόλις είχα απολυθεί από τον στρατό.


Ο Μάκης Λύκος, αγέραστος, σε φωτο του 2011

Στην εξέλιξη της βραδιάς, όπως γινόταν σε καθημερινή βάση, αφού ο καθένας είχε πιεί τα ποτά του (όλοι έπιναν μπύρες και μόνο εγώ ρετσίνα*), βγήκαν και τα όργανα στο τραπέζι και άρχισε το λαϊκό άσμα…

Να τα «Κάστρα του Γεντί Κουλέ», να το «Τρελή που θέλεις να με στεφανώσεις», να το «Θα κάνω ντου βρε πονηρή» και το γλέντι, με την συμμετοχή και των τριγύρω θαμώνων όλο και φούντωνε.

Κάποια στιγμή, καθώς τραγούδαγα** το αγαπημένο μου «Μέσ’ του Βάβουλα τη γούβα έχω ψήσει μια μικρούλα», πήρε το μάτι μου μια μικρή, 16 με 18 χρονών την έκανα, από διπλανή παρέα, να μου ρίχνει φλογερές ματιές. Έτσι, και αφού οι ματιές οι φλογερές συνεχίζονταν, βρήκα την ευκαιρία και την ξεμονάχιασα μέσα στο μαγαζί, καθώς έβγαινε από την τουαλέτα. Γίνηκαν οι σχετικές συστάσεις, ακολούθησαν τα «σου αρέσω», «μου αρέσεις» και κλείστηκε ελπιδοφόρο ραντεβού για την επομένη το πρωί, κατά τις έντεκα, στην Καμάρα.

Εκείνη τη βραδιά, συνέχισα το τραγούδι με πρωτοφανές κέφι. Όταν έπεσα στο κρεβάτι, εκεί στο παλιό σπίτι όπου έμενα, στην οδό Ρακτιβάν, πιο κάτω από το Τσινάρι, πουθενά να με πιάσει ύπνος.



Το μπαλκονάκι του «Μακεδονικού»

Παρόλο που αποκοιμήθηκα, τελικά, γύρω στις τέσσερις, σηκώθηκα από τις οκτώμιση και έσπευσα να συμμαζέψω, όσο μπορούσα, το δωμάτιο. «Πού ξέρεις;» σκεφτόμουνα….

Δέκα και μισή βρισκόμουν, μαζί με μερικές δεκάδες άλλους συμπολίτες*** και περαστικούς, στην Καμάρα, σταθερή επιλογή για ραντεβού και όποιες άλλες συναντήσεις.

Κάπου λίγο πριν τις έντεκα, καθώς το μάτι μου έκανε… περιπολίες ένα γύρω και βρισκόμουν σε κατάσταση εγρήγορσης και αυξημένης επιφυλακής, μπάνισα ανάμεσα στον κόσμο που περιφερόταν, το νεαρό γκαρσόνι του καταστήματος, που μας σερβίριζε την προηγουμένη.



Η Καμάρα

Παραξενεμένος και ψυλλιασμένος από την ταυτόχρονη παρουσία μας στην Καμάρα, τον πλησίασα και τον καλημέρισα. Πάνω στην κουβέντα, μού εκμυστηρεύτηκε πως είχε ραντεβού και γι’ αυτό βρισκόταν εκεί. Και προς μεγάλη μου έκπληξη, με εμπιστευτικό ύφος, μου εξήγησε πως περίμενε την κοπελιά που… περίμενα κι εγώ!

Ντράπηκα να παραδεχτώ πως η χυλόπιτα της μικρής είχε δυο αποδέκτες και με τρόπο άρχισα να απομακρύνομαι. Άλλωστε, μου έλειπε ύπνος και το βράδυ είχε νέο γλέντι στο «Μακεδονικό»…

Εκείνο το βράδυ – ήταν η ιδέα μου; - το γκαρσόνι δεν έδειχνε και τόσο ορεξάτο. Κάτι θα του είχε χαλάσει τη διάθεση…

Γιώργος Ν. Μουσταΐρας

Συμπληρωματικά: Με τον Μάκη Λύκο αποχαιρετιστήκαμε το 1985, στην πίστα του «Μινουΐ», επί της Δαγκλή, όταν μου έδωσε μικρόφωνο και τραγούδησα το «Αργά - αργά». Από τότε χάσαμε επαφή και ξαναβρεθήκαμε, τηλεφωνικώς, μέσω του κοινού μας φίλου, εξαίρετου μπουζουκτσή, Νίκου Βουλανά, στις 28 Φεβρουαρίου 2020. Η φοβερή σύμπτωση είναι πως την ώρα που μιλήσαμε, μετά από 35 χρόνια, βρισκόμουν στην οδό Αλ. Φλέμιγκ, στο ύψος, περίπου, που λειτουργούσε παλιότερα η ταβέρνα «Μερακλής», όπου γνωριστήκαμε με τον Λύκο τον χειμώνα του 1983!!!!

*«Μπεκρή» με φώναζε, γι’ αυτή μου την προτίμηση ο Λύκος.

** Επειδή το γουστάριζα ιδιαιτέρως, με άφηναν να το λέω μόνος μου.

*** Έχοντας ζήσει συνεχόμενα οκτώ χρόνια στην Θεσσαλονίκη (και συνολικά δέκα, με τη συνέχεια), ένοιωθα αλλά και νοιώθω Σαλονικιός.

Η πάνω πάνω φωτογραφία είναι του Sakis Pallas





2 σχόλια: