Πρωί Κυριακής, αρχές Σεπτέμβρη του 1995. Το καραβάκι από
τη Μυτιλήνη έδεσε στην πολύβουη αποβάθρα, στο Αϊβαλί, και οι ανυπόμονοι
επιβάτες του ξεχύθηκαν σε όλο το μήκος της παραλίας. Τελευταία, χωρίς ιδιαίτερη
βιασύνη, κατέβηκαν δυο άτομα, δυο γυναικείες φιγούρες. Μια ηλικιωμένη κυρία,
που κρατιόταν από το χέρι ενός κοριτσιού, που θα ‘ταν δεν θα ‘ταν οκτώ χρονών.
-Επιτέλους, φτάσαμε γιαγιά. Δεν ήτανε και τόσο δύσκολο,
που το φοβόσουνα…
-Το δύσκολο δεν ήταν να ανεβώ στο καράβι αλλά να το
αποφασίσω. Κι ακόμα πιο δύσκολο, φοβάμαι, πως θα ‘ναι το παραπέρα.
Ένας νεαρός τις πλησίασε. Τις καλωσόρισε σε καλά
ελληνικά, με ανεπαίσθητη κρητική προφορά:
-Καλώς ήρθατε στα μέρη μας. Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;
Η ηλικιωμένη γύρισε και τον ζύγιασε με το βλέμμα της. Η
κουβέντα της τον ξάφνιασε.
-Μόνο γέρος μπορεί να μας βοηθήσει γι’ αυτό που θέλουμε.
Έχεις κανέναν να τον ρωτήσω;
-Είν’ ο παππούς μου, που κάνει παρέα στον κύρη μου, στο
μαγαζί.
-Τράβα φέρ’ τον, αν τον βαστάνε τα πόδια του. Εμένα τα
δικά μου δεν πολυβαστάνε και δεν μπορώ το πολύ περπάτημα. Ό,τι κάνει ο κόπος
του, θα το πληρώσω.
Έφυγε τρέχοντας ο νεαρός και κάπου ένα τέταρτο μετά
επέστρεψε, συνοδεύοντας έναν ηλικιωμένο, που περπάταγε στηριγμένος σε μια
ροζιασμένη παλιά κατσούνα. Χαιρετηθήκανε με τα τυπικά καλωσωρίσματα. Η
ηλικιωμένη ρώτησε να μάθει από πότε ζει στην περιοχή.
-Ήρθα επαέ οκτώ χρονώ κοπέλι. Ανταλλάξιμος Γκιριτλής. Το
1923.
-Ξέρεις την περιοχή, όπου φράζουν την έξω θάλασσα τα δυο
βουνά, «Του λαγού τ’ αυτιά» και «Του Δαιμόνου η τράπεζα»; Στο πέρασμα ανάμεσά τους
θέλω να ‘βγω και να φτάσω στην ακτή.
Ο γέρο Τουρκοκρητικός γύρισε και την κοίταξε καλά – καλά,
έξυσε για λίγο το κεφάλι του και της απάντησε:
-Να με συγχωρνάς κυρά αλλά συ πρέπει να ζητάς να πας στου
«Ρωμιού το μνήμα»!
Η γυναίκα άσπρισε. Τα μάτια της άστραψαν προς στιγμή και
μετά θόλωσαν. Με σπασμένη φωνή ρώτησε:
-Υπάρχει κάτι τέτοιο εκεί; Ή έτσι λέν’ την περιοχή; Δεν
την έλεγαν έτσι παλιά.
-Αμ εσύ φαίνεται πως έχεις ξαναζήσει εδώ, σε κάποιαν άλλη
εποχή. Όχι, δεν υπάρχει τίποτα εκεί που να μοιάζει με μνήμα. Είπαν την έτσι την
περιοχή γιάντα εκεί σκοτώθη ένας ντελικανής, προτού ερθούμε εμείς επαέ. Ποιος
ήτανε κανείς δεν γνώριζε. Μόνο πως ήταν παλικάρι!
Η απρόσμενη απάντηση έφερε στην ηλικιωμένη γυναίκα
σκοτοδίνη. Ζήτησε κάπου να καθίσει. Της έφεραν λίγο νερό να πιεί, ενώ η μικρή που
της έσφιγγε το χέρι, άρθρωσε μια επίκληση με λαχτάρα και φόβο:
-Γιαγιά, μην πάθεις τίποτα, σε παρακαλώ!
Ο γέρος την περιεργάστηκε και όταν την ένιωσε, κάποια
στιγμή, να συνέρχεται πρότεινε:
-Ο άλλος μου εγγονός, του μεγάλου μου του γιού, έχει
ταξί. Να τον φωνάξω να σας πάει;
Γιαγιά και εγγονή μπήκαν στο ταξί, που κίνησε ολοταχώς
προς το Νότο. Με μισόκλειστα τα μάτια η γιαγιά δεν έβλεπε ούτε σπίτια ούτε
αυτοκίνητα ούτε τίποτα τριγύρω της. Με το βλέμμα της μνήμης ανακαλούσε στο
μυαλό μονάχα εικόνες από μια άλλη εποχή, με χαμηλά αγροτόσπιτα, αμπέλια,
χωράφια και κοπάδια…
Το ταξί σταμάτησε κοντά στη θάλασσα. Καθώς το βλέμμα της
περιπλανιόταν τριγύρω, άκουσε τον ταξιτζή να λέει:
-Εδώ το λένε «Το μνήμα του Ρωμιού». Αυτές τις πέτρες.
Με βουρκωμένα μάτια κοίταξε μιά προς τις πέτρες, που
είχαν ένα σκούρο καφετί χρώμα, σαν σκουριά ή σαν αίμα, και μιά προς τη θάλασσα,
όπου στο βάθος ξεπρόβαλε η Λέσβος.
Με τρεμάμενα χέρια άνοιξε
την τσάντα της και ξεδίπλωσε ένα πακετάκι, φτιαγμένο από διπλωμένο χαρτί
εφημερίδας. Ξεπρόβαλαν τρία κόκκινα γαρύφαλλα. Πλησίασε με προσοχή στις πέτρες,
έσκυψε και τα εναπόθεσε με προσοχή και ευλάβεια, σαν να τ’ ακουμπούσε σε μνήμα
αγαπημένου. Έκανε το σταυρό της και με μισόκλειστα μάτια από την αντηλιά,
αγνάντεψε ξανά το πέλαγος. Σαν να της φάνηκε πως έβλεπε μια βάρκα να
ξεμακραίνει, με κατεύθυνση την παραλία του Μανταμάδου…
...........................................................................
Ο καφενές στην Κάτω Χώρα των Κυδωνιών, εκείνη την ώρα του
δειλινού, ήταν γεμάτος από φαντάρους κι από τον καπνό των τσιγάρων τους. Στα
τραπέζια υπήρχε, κυριολεκτικά, το αδιαχώρητο. Όλες οι κουβέντες φωναχτές ή
σιγανές είχαν το ίδιο θέμα. Το πρωί θα ‘μπαίναν στα καράβια και θα γύριζαν στα
σπίτια τους. Οι νικημένοι νικητές. Άνθρωποι που είχαν ξεπεράσει προ πολλού τα
φυσιολογικά όρια αντοχής. Που κάποιοι απ’ αυτούς πολεμούσαν από το δώδεκα! Ήσαν
αυτοί οι τυχεροί. Οι άτυχοι θα ‘μεναν για πάντα εκεί. Λίπασμα στις ρεματιές και
στα χωράφια της Ανατολίας. Αντάμα με χιλιάδες Ίωνες και Αιολείς, όσους δεν
πρόκαμαν να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς και να μπουν στα καράβια. Η είδηση
είχε πέσει βαριά στην μισοφωτισμένη αίθουσα. Από τα χθες η Σμύρνη είχε πατηθεί
από τους τσέτες! Η τραγωδία είχε πολύ δρόμο, ακόμα, ως την κορύφωση.
Στριμωγμένος ο φαντάρος, που καθόταν μόνος του σε μιαν
άκρη, μ’ ένα καφάσι μπροστά του για τραπέζι, ένοιωσε την παρουσία από πάνω του
πριν ακούσει την φωνή:
-Έχει λίγο χώρο, συνάδελφε, να κάτσω κι εγώ; Ή δεν θέλεις
παρέα;
Γύρισε και κοίταξε ποιος του μιλούσε. Ένας εύσωμος
μελαχρινός λοχίας, με ένα κοντό μουστακάκι και φωτεινά μάτια περίμενε την
απάντησή του, κρατώντας στο χέρι του μια καρέκλα. Δεν τον χάλαγε η παρουσία
του. Άλλωστε, η νύχτα δεν περνάει εύκολα όταν είσαι μόνος.
-Έλα, κάτσε. Να έχω κι εγώ με κάποιον να τα πω.
Ο λοχίας βολεύτηκε όπως – όπως και έβγαλε το πακέτο με τα
τσιγάρα. Κέρασε τον φαντάρο, άναψε κι αυτός. Του συστήθηκε:
-Με λένε Στάθη, Στάθη Παπαδόπουλο, από το Σαντάνι της
Μεσσηνίας. Δάσκαλος στην πολιτική μου ζωή.
-Ευαγόρας. Ευαγόρας Σοφοκλέους, από το Αϊδίνι. Εθελοντής.
Σε μια άλλη ζωή έμπορος. Αυγορή με φωνάζουνε.
-Κυπραίικο μου ακούγεται το όνομά σου Αυγορή. Κάνω λάθος;
-Όχι, δεν κάνεις. Είναι παλιά, πονεμένη και μεγάλη ιστορία.
-Αν θέλεις μου τη λες. Αν δεν θες, πάλι, όπως αγαπάς.
-Η νύχτα αυτή θ’ αργήσει να περάσει. Έτσι κι αλλιώς, είχα
ανάγκη με κάποιον να μιλήσω. Γιατί δεν θα βρω πολλές ευκαιρίες ακόμα…
-Μην το λες. Θα ‘χουμε όλο τον χρόνο στο καράβι.
-Δεν θα τον έχουμε, γι’ αυτό καλά που βρέθηκες να τα
βγάλω από μέσα μου. Ο παππούς μου ο Ευαγόρας, Αυγορής το χαϊδευτικό του, μικρό
παιδάκι απ’ την Κερύνεια, μόλις που γλίτωσε στη σφαγή το καλοκαίρι του 1821.
Τον πήρε μαζί του ο αδερφός της μάνας του, έμπορος στη Βηρυτό. Μόλις που
πρόλαβαν. Όλοι οι άλλοι χάθηκαν…
-Και από τη Βηρυτό πώς έγινε και βρέθηκες εσύ, Αϊδινλής;
-Ο θείος του παππού μου τον υιοθέτησε, τον μεγάλωσε και
τον σπούδαξε. Αντάμα μεγαλώσανε τον εμπορικό τους Οίκο, φτιάχνοντας παραρτήματα
σε Αλεξάνδρεια, Τριέστι και Μαρσίλια. Τέλος, όταν όλο το εμπόριο της Ανατολής
περνούσε από τη Σμύρνη έκανε ο παππούς μου, με τον πατέρα μου, παράρτημα και
τελικά έδρα της εταιρείας στη Σμύρνη. Μεγαλώνοντας, εγώ μετακινήθηκα και
εγκαταστάθηκα στο Αϊδίνι, όπου γινόταν το χοντρεμπόριο καπνών και σύκων. Εκεί
παντρεύτηκα, εκεί έκανα οικογένεια, εκεί έκλεισε και ο κύκλος της ζωής μου.
Πριν καλά – καλά αποσώσει την κουβέντα, ο Αυγορής έγειρε
και ξέσπασε σε ένα σπαραχτικό κλάμα. Σοκαρισμένος ο λοχίας από την απρόσμενη
εξέλιξη, άπλωσε το χέρι και τον χτύπησε συμπονετικά στον ώμο.
-Συγνώμη συνάδελφε, νοιώθω πως σου έξυσα πληγές που δεν
έπρεπε. Κάτι κακό σε βρήκε και στο θύμισα.
-Μη ζητάς συγνώμη, γιατί δεν μου έκανες κακό. Ούτε μου
θύμισες κάτι, που δεν ξεχνιέται. Αντίθετα, είχα ανάγκη να το εξομολογηθώ σε
κάποιον, μήπως και ελαφρώσω λίγο την ψυχή μου.
Από το μισοάδειο μπουκάλι το κρασί γέμισε το άδειο ποτήρι
του και αναζήτησε το ποτήρι του λοχία. Όμως, διαπίστωσε πως τα χέρια του ήσαν
άδεια.
-Συγνώμη, ήμουν αγενής τόση ώρα. Αλλά δεν βλέπω να κρατάς
ποτήρι.
-Πού να βρεις ποτήρι σ’ αυτόν το χαμό;
-Καλά, τότε πάρε το μπουκάλι και απόσωσέ το!
Ο λοχίας πήρε το μπουκάλι και το έτεινε για τσούγκρισμα.
Ο Αυγορής το απέφυγε και εξήγησε:
-Στα Μνημόσυνα δεν τσουγκρίζουμε.
Έγειρε το ποτήρι και έχυσε δυο σταγόνες στο πάτωμα. Στη
μνήμη των χαμένων αγαπημένων.
-Το 1911 παντρεύτηκα την κόρη ενός εμπόρου απ’ τα’
Αϊδίνι, την Ευτυχία, ευτυχία όνομα και πράγμα, ένα γλυκό κορίτσι, νοικοκυρά και
μετρημένη. Μαζί στήσαμε ένα όμορφο σπιτικό και το αποκορύφωμα της οικογενειακής
μας ευτυχίας ήρθε όταν μου έκανε δυο αγόρια, τον Αντρέα και τον Ίωνα. Και μετά
ήρθε ο πόλεμος…
-Και;
-Όταν, το Μάιο του 19 μπήκε ο στρατός μας ελευθερωτής στη
Σμύρνη και έφθασε μέχρι το Αϊδίνι, το αποφάσισα και παρουσιάστηκα εθελοντής.
Όταν στις 17 Ιουνίου μπήκαν οι τσέτες στο Αϊδίνι και έγινε ο μεγάλος χαλασμός,
εγώ, δυστυχώς, δεν ήμουνα εκεί για να τους προστατέψω. Ούτε που βρήκα κάποιον
δικό μου, έστω νεκρό, για να τον θάψω, σαν ξαναμπήκε στην πόλη ο στρατός μας.
Σε κάποια χαράδρα θα είναι σκορπισμένα τα λείψανά τους.
Από τότε, ζητούσα πάντα και βρισκόμουνα στην πρώτη
γραμμή, δεν λογάριασα ποτέ το θάνατο αλλά δεν βρέθηκε ένα βόλι να με λυτρώσει.
Πέντε φορές τραυματίστηκα και ούτε μια σοβαρά. Σαν να κουβαλούσα επάνω μου
τίμιο ξύλο.
-Και να που τώρα, η μοίρα το έφερε, να αποχαιρετήσεις τον
τόπο σου και να πας πού, βρε έρημε; Εγώ έχω ένα σπίτι στο χωριό που με
προσμένει. Εσύ τι θα καζαντήσεις;
-Για μένα δεν υπάρχει παραπέρα. Όχι, δεν σκοπεύω πια να
καρτερώ της μοίρας τα γραμμένα. Από ΄δω και πέρα τη μοίρα μου εγώ θα την γράψω.
Δεύτερη φορά πρόσφυγας δεν θα γίνω. Εδώ θα κλείσω τον κύκλο μου και θα τον
κλείσω όπως θέλω εγώ!
Η ματιά του Αυγορή γυάλιζε, καθώς ολοκλήρωνε την κουβέντα
του, και η χροιά της φωνής του δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφιβολίας για τις
προθέσεις του.
-Δηλαδή, αύριο δεν θα ανεβούμε μαζί στο καράβι. Αυτό μου
δηλώνεις, συνάδελφε. Δική σου η ζωή, δική σου και η απόφαση.
-Δική μου η ζωή και παρ’ όλο που έφτασε στο τέρμα της,
δεν σκοπεύω να την αφήσω να χαθεί έτσι, χωρίς διάφορο. Και ζωές θα πάρω και
ζωές θα σώσω! Αυτό είναι το σχέδιό μου.
Στην πολύνεκρη μάχη του Αλή Βεράν, πολεμούσα δίπλα σε
έναν άλλο εθελοντή, αυτός ήταν από το Γενιτσαροχώρι, λίγο πιο κάτω από ‘δω. Μια
σφαίρα τον βρήκε στην κοιλιά. Ταλαιπωρήθηκε πολύ ο φουκαράς μέχρι να του βγει η
ψυχή. Τον κρατούσα αγκαλιά και του μιλούσα. Μου μίλαγε συνεχώς για τη γυναίκα
του και τους δικούς του στο χωριό. Του ορκίστηκα, πως αφού δεν ήμουνα εκεί για να
σώσω τους δικούς μου, όταν με χρειάστηκαν, να κάνω το παν να σώσω τους δικούς
του. Έτσι, όταν ο συνταγματάρχης Γαρδίκας, με την 9η Μεραρχία, όπου
ανήκα, έσπασε τον κλοιό και βρέθηκε σε ασφαλές έδαφος, στην πρώτη ευκαιρία
κίνησα με ίδια μέσα για την περιοχή εδώ πέρα.
-Τους έχεις βρει; Ξέρεις πού μένουν;
-Πήγα και βρήκα το Δεσπότη, τον Γρηγόριο. Άγιος άνθρωπος
και καλός πατριώτης. Με κάθε μέσον διώχνει γυναικόπαιδα και Αρμένιους στη Λέσβο,
για να γλιτώσουν τα χειρότερα. Γνωρίζει την οικογένεια, μένουν σε μια αγροικία
λίγο πιο έξω από το χωριό. Του είπα πως, με κάθε τρόπο, θα τους περάσω
απέναντι. Έστειλε ήδη μήνυμα, με έναν συγχωριανό τους, στον παπά του χωριού, να
με περιμένουν.
Η ώρα είχε περάσει. Ο κόσμος στον καφενέ αραίωνε.
Πήγαιναν σιγά – σιγά για τις σκηνές τους, να ξεκουράσουν το κορμί τους και να
ονειρευτούν το ταξίδι της επιστροφής, που θα ξεκινούσε την επομένη.
Σηκώθηκαν κι ο Αυγορής με τον λοχία για να φύγουν. Κοντά
στο στρατόπεδο οι δρόμοι τους χώριζαν. Ο Αυγορής εξήγησε τα αυτονόητα:
-Εγώ θα πάω να κοιμηθώ κάπου απόμερα για να μην μπλεχτούμε
το πρωί. Αφού φύγετε θα κινήσω για τον Δεσπότη.
Καθώς έσφιγγαν τα χέρια, ο Αυγορής του έδωσε στο χέρι ένα
χαρτί. Και του εξήγησε:
-Έχω γράψει κάποια ονόματα. Υπέρ αναπαύσεως των ψυχών…
Δώσε το στον παπά του χωριού σου, όταν με το καλό γυρίσεις πίσω.
Ο Στάθης το άνοιξε και το διάβασε.
-Έχεις και το όνομά σου μέσα. Μα εσύ ζεις ακόμη…
-Όταν θα βρεις τον παπά θα έχω πάρει την θέση μου εκεί
που με έγραψα!
Αγκαλιάστηκαν δακρυσμένοι
και χωρίστηκαν. Η νύχτα τους σκέπασε.
Ήταν περασμένο απομεσήμερο. Τα καράβια είχαν ήδη φύγει
απ’ το λιμάνι, παίρνοντας μαζί τους τον στρατό, καθώς ο Αυγορής περνούσε την
πόρτα του δεσπότη. Ο Γρηγόριος τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Τον ενημέρωσε:
-Έφυγε πριν το μεσημέρι ο καπετάν Στρατής με την φελούκα
του και δυο οικογένειες για τον Μόλυβο, στη Λέσβο. Του έδωσα εντολή να βγει να
σε περιμένει αύριο, δυο ώρες πριν να πέσει ο ήλιος, στην παραλία που βρίσκεται
στον Ελαΐτικο κόλπο, εκεί που οδηγεί το πέρασμα ανάμεσα σε δυο
βουνά, που τα λένε «Του Δαιμόνου η Τράπεζα» και «Του Λαγού τ’ Αυτιά».
-Δέσποτα σ’ ευχαριστώ. Αυτό ήθελα και τίποτ’ άλλο.
Επίτρεψέ μου, μόνο, να προσφέρω κι εγώ, με αυτό που μπορώ, στην προσπάθεια που
κάνει η εκκλησία για τα γυναικόπαιδα.
Έβγαλε μέσα από το χιτώνιό του ένα σακουλάκι και το έδωσε
στον Δεσπότη.
-Είναι δεκαεννιά λίρες, ό,τι περίσσεψε από την περιουσία
μου. Τις κρατούσα για ώρα ανάγκης. Εγώ δεν θα τις χρειαστώ, πλέον. Θα
χρειαστούν για να πληρωθούν κάποιοι βαρκάρηδες. Έχω στην άκρη, ακόμα, άλλες
τέσσερις, να τις δώσω στην οικογένεια που θα στείλω απέναντι, να έχουν να
πορευτούν.
Ο Δεσπότης δεν μίλησε. Τον αγκάλιασε συγκινημένος και τον
αποχαιρέτησε:
-Στο καλό κι η Παναγιά μαζί σου!
Ο Αυγορής γύρισε και τον κοίταξε. Η ματιά του έλαμπε από
αποφασιστικότητα:
-Καλό Παράδεισο, ευχήσου μου Δέσποτα! Και σε όσους
μείνετε πίσω, καλό κουράγιο και ο Θεός να σας φυλάει!
-Μην αργείς μονάχα, γιατί φάνηκαν τσέτες πίσω από τον
λόφο του Προφήτη Ηλία. Αύριο περιμένουμε τούρκικο στρατό στις Κυδωνίες.
Χωρίς να κοιτάξει πίσω του,
κίνησε για τον καφενέ, όπου είχε δέσει σελωμένο ένα άλογο του στρατού, που
απόμεινε στην παραλία μετά την επιβίβαση των αντρών. Ο καφετζής, που του το
εξασφάλισε, είχε πληρωθεί γι’ αυτό και για να το προσέχει, μαζί με το όπλο του,
το πιστό Μάνλιχερ – Σενάουερ, που τον συντρόφευε από όταν κατατάχθηκε.
Εκείνο το βράδυ κανείς δεν κοιμήθηκε στην φτωχική
αγροικία, λίγο πιο έξω από το Γενιτσαροχώρι. Έκλαιγαν και θρηνούσαν γιό και
πατέρα και σύζυγο, που χάθηκε. Έκλαιγαν και για την μοίρα που τούς βρήκε και
για το άγνωστο που θα συναντούσαν μπροστά τους. Ο μόνος ψύχραιμος και γαλήνιος
ήταν ο Αυγορής, που ενώ παρακολουθούσε και βοηθούσε όλες τις ετοιμασίες του
φευγιού, έδειχνε πως πλέον «ουκ ήν εν τω κόσμω τούτω»…
Κάποια στιγμή, μάλιστα, τους καληνύχτισε και ξάπλωσε κάτω
από μια γκορτσιά στην αυλή.
Κοιμήθηκε σαν πουλάκι. Όταν σηκώθηκε είχε ξημερώσει από ώρα.
Κοιμήθηκε σαν πουλάκι. Όταν σηκώθηκε είχε ξημερώσει από ώρα.
Μαζί με τον παππού, τη νύφη και τα τρία μικρά της
οικογένειας ασχολήθηκε με το αμπαλάρισμα των πραγμάτων, που θα έπαιρναν μαζί
τους.
Μετά το μεσημέρι φόρτωσαν το βιός τους σε δυο μουλάρια
και στο άλογο του Αυγορή και κίνησαν να συναντήσουν τη μοίρα τους.
Σαν έφτασαν στην παραλία ήθελε κάπου τρεις ώρες για να
πέσει ο ήλιος. Ξεφόρτωσαν και σύναξαν τα πράγματα σε ένα φυσικό λιμανάκι, όσο
μπορούσαν πιο κοντά στο νερό. Να είναι έτοιμοι. Βρήκαν μια σκιά να φυλαχτούν
από τον ήλιο, που ταξίδευε αργά με κατεύθυνση το νησί της Σαπφούς. Ο Αυγορής,
φύλακας – άγγελος, είχε στήσει καραούλι πιο ψηλά, καμιά εκατοστή μέτρα
μακρύτερα, καλυμμένος από δυο κόκκινα βράχια, για κάθε απευκταία περίπτωση.
Η βάρκα ήρθε στην ώρα της και άρχισαν να φορτώνουν. Καθώς
απόμενε να επιβιβαστεί η οικογένεια, το μικρότερο παιδί, η Ελπίδα, ένα
κοριτσάκι γύρω στα επτά, του φώναξε!
-Έλατε, φεύγουμε!
Γύρισε και τους κοίταξε, με ένα θλιμμένο χαμόγελο.
Ανταπάντησε:
-Φύγετε και θα έρθω μετά να σας βρω! Καλό ταξίδι!
Και γύρισε μπροστά, προς τα ‘κει που είχε αντιληφθεί την
ύποπτη κίνηση, πίσω από ένα σύδεντρο. Τράβηξε το κινητό ουραίο και έφερε την
σφαίρα στη θαλάμη του όπλου του. Στο μυαλό του ήρθε το τραγούδι που του μάθαινε
ο παππούς του ο Αυγορής, όταν ήτανε μικρός. Άρχισε να το σιγοτραγουδά:
«Σφάξε
μας ούλους τζι’ ας γενή το γαίμαν μας αυλάτζιν».
Ο τσέτης που ξεπρόβαλε και όρμηξε προς το μέρος του, με
ένα πιστόλι στο χέρι, δέχτηκε τη σφαίρα καταμεσίς στο μέτωπο. Ξαναόπλισε.
«κάμε
τον κόσμον ματζιελλειόν τζιαι τους Ρωμιούς τραούλλια».
Δεύτερος τσέτης, που κράδαινε τσεκούρι, έπεσε σαν
κεραυνοβολημένος.
«αμμά
ξέρε πως ίλαντρον όντας κοπή καβάτζιν».
Πριν πυροβολήσει τον τρίτον, χαμηλά στην κοιλιά, γύρισε
κοίταξε προς την φελούκα, που είχε αρχίσει και ξεμάκραινε. Άπλωσε το χέρι σε
τελευταίο χαιρετισμό.
«τριγύρου
του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια».
Πρόλαβε και έριξε όρθιος, εξ επαφής, στον τέταρτο τσέτη, που
όρμηξε στο ταμπούρι του, με μια τεράστια μαχαίρα.
Όπως έμεινε αφύλακτος, μια σφαίρα τον βρήκε στο λαιμό. Το
αίμα τού έπνιξε τη φωνή. Γύρισε κι έριξε μια τελευταία ματιά προς το πέλαγο. Η
βάρκα κατευθυνόταν προς την απέναντι ακτή, στην παραλία του Μανταμάδου.
Ο ήλιος άρχισε να γέρνει πίσω από το νησί, καθώς οι τελευταίες του αχτίδες έβαφαν το νερό κόκκινο.
Ο ήλιος άρχισε να γέρνει πίσω από το νησί, καθώς οι τελευταίες του αχτίδες έβαφαν το νερό κόκκινο.
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Το διήγημα πήρε Α'
Βραβείο στον 10ο Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Ε.Π.Ο.Κ. (Ελληνικός
Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων Ελλάδος).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου