Βαθμός και ειδικότητα Λοχίας Υγειονομικού και το πώς βρέθηκα
σε τάγμα πεζικού το χρωστούσα σε έναν μπάρμπα και ένα ξάδερφο, στρατηγούς ε.α. Η επιθυμία μου να υπηρετήσω στη
Θεσσαλονίκη δεν είχε κίνητρο τη «λούφα», άλλωστε πήγαινα πρώτος σε όλες τις
ασκήσεις, καθότι ήταν τάγμα εκπαίδευσης ΕΛΔΥΚ. Αλλά αυτό δεν είναι του
παρόντος…
Χάρη στην ευρύτητα πνεύματος του λοχαγού μου Ζάχου Βασιλείου,
που τον έβγαζα «ασπροπρόσωπο» στις υπηρεσίες μου, όταν δεν είχα υπηρεσία
έβγαινα από το μεσημέρι και πέρναγα δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο μου στο…
Κυλικείο της Φιλοσοφικής, όπου σύχναζαν οι φίλοι μου εν μέσω πλήθους
φοιτητριών… Μεγάλες στιγμές ζούσαμε όταν ο φίλος Χρήστος Λάσκαρης, σουρεαλιστής ποιητής και ζωγράφος απήγγειλε μεγαλόφωνα στίχους…
Τα βράδια οι δρόμοι με έφερναν στα ρεμπετομάγαζα. Πρώτα στο
«Μπαλκονάκι» στη στροφή της Τριανδρίας και στη συνέχεια στο «Μερακλή», επί της Α. Φλέμιγκ, κάπου
πιο πάνω από την οδό Βασιλίσσης Όλγας. Εκεί, στο «Μερακλή» γνωρίστηκα με
κάποιους οργανοπαίκτες, με πρώτο και καλύτερο τον μπουζουκτσή και τραγουδιστή Μάκη Λύκο. Θυμάμαι που είχα κάνει ένα σερί: Κυριακή, Δευτέρα, (Τρίτη
μέσα λόγω «νυκτερινής»), Τετάρτη και Πέμπτη, που έπεφτα για ύπνο στις 2:30 και
ξύπναγα στις 5:30 για να πάω στο στρατόπεδο… Εκεί, μια μέρα που αρρώστησε ο Μάκης, με ανέβασαν για πρώτη φορά στο πάλκο (εμπειρία… σοκ) να τραγουδήσω στη
θέση του. Εκείνη τη μέρα, μάλιστα, μπήκε η αστυνομία για διατάραξη κοινής
ησυχίας και ο μπουζουκτσής άρχισε να παίζει «Τούτοι οι μπάτσοι που ‘ρθαν τώρα»!
Έπεσε επάνω του όλη η ορχήστρα και το έκοψε…
Ήταν άνοιξη, ο καιρός ζέσταινε και μετά το Πάσχα τα
χειμερινά μαγαζιά κλείσανε. Η παρέα του «Μερακλή» μεταφέρθηκε τότε, σαν πελάτες
πλέον, σε μια ταβέρνα, που βρίσκεται μετά την Δυτική πορτάρα (Τρίτη πορτάρα
αριστερά) στα Κάστρα.
Εγώ, εκείνο τον καιρό, είχα μετακομίσει από την Πρίγκηπος
Νικολάου σε ένα παλιό τουρκόσπιτο, επί
της οδού Ρακτιβάν, λίγο πιο κάτω από το Τσινάρι, συγκάτοικος σε έναν φίλο μου
αναρχικό. Εκεί έμπαινες από μια μικρή στοά, ανέβαινες τη σκάλα και επάνω
υπήρχαν τρία δωμάτια με την κουζίνα και μια υπέροχη ταράτσα, που την σκίαζε
κληματαριά. Στο ισόγειο έμενε ένας κατσίβελος εκδοροσφαγεύς από την Θράκη, με την οικογένειά
του.
Από τη Ρακτιβάν, λοιπόν, έπαιρνα τον ανήφορο, περνώντας το Τσινάρι
και από την οδό Παλαμήδη αντίκριζα την πορτάρα. Όταν κατέβαινα, φυσικά, μετά το
ξενύχτι, δεν έβλεπα μπροστά μου…
Αμέσως μετά την πορτάρα ήταν ο υπερυψωμένος εξώστης του «Μακεδονικού»,
έχοντας στη βορεινή πλευρά του πρόχειρο
κιγκλίδωμα, όπου απλωνόταν ένα αγιόκλημα. Από πάνω το στέγαστρο από λαμαρίνα. Αριστερά ήταν
ο χώρος του μαγαζιού με μια μεγάλη αίθουσα, η οποία επικοινωνούσε με έναν
μικρότερο χώρο, προς την μεριά της πορτάρας, που λειτουργούσε, κατά κάποιον
τρόπο, ως το καταφύγιο των παλιών πελατών…
Σπεσιαλιτέ του καταστήματος η στραπατσάδα και η τηγανιά. Έφτιαχνε δε και καταπληκτική «κτυπητή» (αυτή που οι Νότιοι αποκαλούν «τυροκαυτερή»).
Σπεσιαλιτέ του καταστήματος η στραπατσάδα και η τηγανιά. Έφτιαχνε δε και καταπληκτική «κτυπητή» (αυτή που οι Νότιοι αποκαλούν «τυροκαυτερή»).
Εκεί, λοιπόν, πηγαίναμε και αράζαμε σαν άρχιζε να πέφτει ο
ήλιος και φεύγαμε, πλήρεις οινοπνεύματος, στις 2:00, που κλείναν τότε τα
μαγαζιά.
Η ιστορία έχει συνέχεια…
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Τελειόφοιτος Κτηνιατρικής Α.Π.Θ.
Φωτογραφία: Γρηγόρης Φιλιππιάδης
Φωτογραφία: Γρηγόρης Φιλιππιάδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου