Η ιστορία έλαβε χώρα το σωτήριον έτος 1952, σε ταβέρνα
που λειτουργούσε πλησίον των δικαστηρίων Ναυπλίου.
Ήταν το μεσημεριανό διάλειμμα των δικαστηρίων και στο
μαγαζί είχαν στρωθεί και έτρωγαν δικαστικοί, δικηγόροι, διάδικοι και μάρτυρες. Μεταξύ
τους και ένας Πρόεδρος Πρωτοδικών.
Ο κύριος Πρόεδρος, ζώντας μακριά από το σπίτι του,
πεθύμησε να φάει κάτι σπιτικό. Όπως ένα στιφάδο με μπόλικα κρεμμύδια. Έτσι και
έγινε.
Καθώς, όμως, απολάμβανε την πράγματι θεϊκή γεύση του
στιφάδου, καταπίνοντας με θρησκευτική ευλάβεια τις μπουκιές και μακαρίζοντας τον
εαυτό του για την καλή του έμπνευση, αντίκρισε, με περισσή φρίκη, κάτι σκούρο
καφετί να κολυμπά, ανάμεσα στο κρέας και στα κρεμμύδια.
Με αυστηρή φωνή – για την οποία διακρινόταν και στην έδρα
– κάλεσε το γκαρσόνι:
-Για έλα εδώ! Τι είναι αυτό μέσα στο πιάτο μου;
Αντικρίζοντας την… κατσαρίδα, το γκαρσόνι πάγωσε. Ώρε μπλεξίματα!
Κοίτα να δεις σε ποιόν έτυχε ο «μεζές», σκέφθηκε. Μπροστά στα μάτια του ήρθε
σαν εφιάλτης η σκηνή, που οι Χωροφυλάκοι θα τους το έκλειναν το μαγαζί.
Αστραπιαία του ήρθε η έμπνευση:
-Επιτρέπετε;
Χωρίς να περιμένει απάντηση, πήρε ένα πιρούνι και κάρφωσε
το ζωύφιο. Το έβαλε στο στόμα του και αποφάνθηκε:
-Α, μα αυτό είναι ένα… καραμελωμένο κρεμμύδι! Θα άρπαξε
στη φωτιά.
Λήξη συναγερμού. Η τάξη αποκαταστάθηκε. Ο Πρόεδρος
καθησυχασμένος συνέχισε το γεύμα του. Το κακό αποφεύχθηκε και το γκαρσόνι, με
ήρεμες κινήσεις, κατευθύνθηκε πίσω από τον πάγκο και έφτυσε στον σκουπιδοτενεκέ την
κατσαρίδα…
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Την ιστορία μου την διηγήθηκε ο καλός φίλος Μίμης
Ζερβόπουλος, ζητώντας μου να μην γράψω λεπτομέρειες…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου