Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

Έρωτας ανολοκλήρωτος, παρά τις προθέσεις...


Το κυλικείο της Φιλοσοφικής Θεσσαλονίκης, στα υπόγεια του κτιρίου, ευρύχωρο και φιλόξενο, ήταν χώρος συνάντησης αλλά και ελπίδας. Ελπίδας για την ανεύρεση γυναικείας συντροφιάς, για πολλούς φοιτητές άλλων Σχολών του Α.Π.Θ.

Ο Αποστόλης, τελειόφοιτος του Χημικού, προτιμούσε να δίνει εκεί τα ραντεβού για καφέ με τους φίλους του από τις άλλες Σχολές, μιας και η αναλογία των γυναικών προς τους άντρες ήταν τέσσερα προς ένα.

Ήταν άνοιξη του 1984 και με τα αστεία και με τις πλάκες είχαν φτιάξει μια ευρύτερη παρέα, που περιλάμβανε και κορίτσια από διάφορα τμήματα της Φιλοσοφικής.

Από όλες είχε ξεχωρίσει την Χριστίνα. Κορίτσι γελαστό και ευχάριστο, όχι κάτι το ιδιαίτερο σαν κορμί, λίγο ζουμπουρλούδικο, αλλά και πολύ γλυκό, που του είχε κλέψει την καρδιά. Πήγαινε στο πρώτο έτος του Αγγλικού.

Παρ’ όλη την άνεση, την οικειότητα και την χημεία, που υπήρχε μεταξύ τους, δεν είχε προχωρήσει κάτι. Όλο γύρω – γύρω τη φέρνανε και οι δυό τους την κουβέντα και όλο στη μέση έμενε.

Το πρόβλημα ήταν πως δεν είχαν κοινές παρέες εκτός Πανεπιστημίου αλλά και δεν έπαιρναν την απόφαση να μιλήσουν ο ένας στον άλλο στα ίσα.

Ώσπου, κάποια μέρα, έριξε την πρόταση, έτσι στο αθώο:

-Είσαι να πάρουμε σουβλάκια και κρασί και να πάμε στο δωμάτιό μου, να βάλουμε και τραγούδια…

-Για να βγάλουμε τα μάτια μας;

-Με παρεξηγείς! Δεν προτίθεμαι να σε αγγίξω. Απλά, να περάσουμε δυο ώρες ωραία.

-Άντε να συμφωνήσω, να δούμε τι θα βγει.

Έκανε τις ετοιμασίες του ο Αποστόλης, ξεβρώμισε και το διαμέρισμα, που είχε να το καθαρίσει δύο μήνες – του έφαγε μια μέρα ολάκερη – και ήταν, πλέον, έτοιμος να την υποδεχτεί.

Το κορίτσι ήταν στην ώρα του, φιλί είχαμε μόνο στο μάγουλο και ο Αποστόλης άνοιξε τα φαγώσιμα. Σουβλάκια, σαλάτα, πατάτες και κόκκινο κρασί Νάουσας.

Έβαλαν και τραγούδια στο κασετόφωνο, άρχισαν να τρώνε και να πίνουνε, έπιασαν και το τραγούδι. Για πιο… άνετα, είχαν αράξει και στο διπλό κρεβάτι.

Κάποια στιγμή, ο Αποστόλης ένοιωσε ένα σκούντηγμα στην πλάτη.

-Ε, τι συμβαίνει;

-Ξύπνα, αποκοιμήθηκες!

-Α, και τι κάνουμε τώρα; ρώτησε, ετοιμοπόλεμος.

-Σηκωνόμαστε να φύγω. Ξημέρωσε!

Αντί για δύο ώρες είχαν περάσει δέκα και τις οκτώ απ’ αυτές… κοιμόντουσαν πλάι – πλάι, μα χέρι δεν απλώθηκε!

Τελικά, σαν να ήτανε γραφτό, η μεταξύ τους ιστορία δεν πέρασε τους τέσσερεις τοίχους του κυλικείου.

Τόσα χρόνια μετά, ακόμα να το ξεπεράσει ο Αποστόλης το χουνέρι που έπαθε εκείνη τη βραδιά. Το ‘χει και το λέει ακόμα, τραγουδιστά, κάθε φορά που μιλάμε στο τηλέφωνο:

-Μα ούτε χέρι απλώθηκε, μαντήλι δεν ματώθηκε!

Γιώργος Ν. Μουσταΐρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου