Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2019

Σουβλάκια με θέα το Παλαμήδι και το ούζο ανέρωτο!


Καλοκαίρι του 1987, Ναύπλιο, οδός Συγγρού. Το σουβλατζίδικο με θέα το Παλαμήδι, βρισκόταν δίπλα στο καφενείο - γαλακτοπωλείο του Καρούντζου, που είχε δίπλα του το εμπορικό του Λαμπρόπουλου. Ακριβώς απέναντι από την Πύλη της ξηράς, που δεν είχε τότε ανακατασκευασθεί. Στη γωνία ήταν η «Πύλη της Ξηράς», όπου μαζεύονταν οι Χελιώτες. Στην άλλη γωνία το Φαρμακείο του Φούντου.  
Ιδιοκτήτες – συνεταίροι στην επιχείρηση ήσαν ο Γιώργος Χρόνης και ο Τζίμης Ψυχογιός. Εκείνη τη σεζόν ξεκίνησε αλλά δεν πήγαινε καλά και ο Ρούντι, από το Συνοικισμό, που το δούλευε, το άφησε. Βοηθός γκαρσόνι εγώ στην «Ταβέρνα του Νικόλα», σπασμένες οι δουλειές, είπα στο Γιώργο να το αναλάβω.

Να το αναλάβω ήταν μια κουβέντα, και μάλιστα μεγάλη, όμως με εμπιστεύθηκε, το συζήτησε με τον Τζίμη και μου το ανάθεσαν. Με τον ενθουσιασμό του… νεοφώτιστου στο επάγγελμα, το έβαλα πείσμα και στοίχημα με τον εαυτό μου να δουλέψει και να αποδώσει το μαγαζί. Έτσι, έπεσα στη δουλειά με τα μούτρα.

Το ευχάριστο στην περίπτωσή μου, που μέχρι δυο μήνες πριν δούλευα γραφίστας στα Εξάρχεια, ήταν πως από την πρώτη στιγμή στάθηκαν στο πλευρό μου δυο υπέροχοι άνθρωποι, δυο Γιάννηδες. Ο Γιάννης Παπαδριανός και ο Γιάννης Μπάζος.

Όταν το μαγαζί «έπαιρνε φωτιά», έμπαιναν πίσω από τον πάγκο και έδιναν ουσιαστική χείρα βοηθείας. Οι δε κινήσεις τους γίνονταν, μέσα στον μικρό χώρο, με ιδιαίτερη άνεση, ευελιξία και  ακρίβεια μοναδική! Η αμοιβή τους ήτανε σε είδος: Ούζο μόνο δέχονταν και τίποτα παραπάνω. Ας είναι καλά οι ψυχούλες τους…

Με τις φιλότιμες, λοιπόν, προσπάθειές μας, το κάναμε το μαγαζί να δουλεύει πολύ καλά και να γίνει στέκι ντόπιων και ξένων, με αρκετούς από τους οποίους, μάλιστα, είχα πιάσει φιλίες.

Ανάμεσα σ’ αυτούς και ο Άκης*, ψηλός, λεβέντης, μουστακαλής, που επέμενε το ούζο του να το πίνει σκέτο:

-Βάλε μου ένα!

-Μήπως θες και νερό, να πάρει χρώμα;

-Για ποιόν με πέρασες, για να κανέναν από τους… άλλους, που το νερώνουν; Εγώ είμαι σκληρός άντρας και βαρέου τύπου!

-Παρντόν και δεν ξαναρωτάω.

Απομεσήμερο και η κίνηση είχε σπάσει. Οι δυό Γιάννηδες κάθονταν, χωμένοι βαθειά στις πλαστικές πολυθρόνες τους, ο μεν Μπάζος αριστερά από την πόρτα του μαγαζιού, όπως βγαίναμε, ο δε Παπαδριανός δεξιά. Έχοντας κατεβάσει αρκετό ούζο προετοιμάζονταν προς αναχώρηση, ο μεν πρώτος για το σπίτι του και ο δεύτερος για το Παλαμήδι, όπου δούλευε στα εισιτήρια.

Ο Άκης έχοντας αποσώσει το ούζο του, σέρτικο, όπως το ήθελε, αποχαιρέτησε και αποχώρησε.

-Καλό παιδί ο Άκης, σχολίασα.

-Καλό αλλά…, συμπλήρωσε ο Μπάζος, κάνοντας την χειρονομία με τον δείκτη λυγισμένο και  τον αντίχειρα να συμπληρώνει τον κύκλο.

Ενεός** εγώ, καθώς ακολούθησε, καπάκι, και το σχόλιο του ετέρου Γιάννη:

-Πάει κατά το στρατόπεδο, που βγαίνουν οι φαντάροι...

Πριν προλάβω να πω κάτι, ο Μπάζος γύρισε, απευθυνόμενος στο θηλυκό μαύρο κανίς του, που τον συντρόφευε όπου πήγαινε:

-Σήκω, πάμε Λάικα!

-Άντε να πηγαίνω κι εγώ, γιατί πιάνω δουλειά σε λίγο, συμπλήρωσε ο Παπαδριανός.

Τους αποχαιρέτισα και άραξα να ξεκουραστώ στο σκαμπό, μπροστά στον πάγκο, βάζοντας να πιώ ένα ουζάκι. Νερωμένο, παρακαλώ!

Γιώργος Ν. Μουσταΐρας

*Το όνομα τυχαίο.
**(λόγιοάφωνοςάναυδος (από κατάπληξη)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου