Οι δυο φίλοι, μανιώδεις κυνηγοί, ξεκίναγαν αχάραγα να
πάνε να στήσουνε καρτέρι στα θηράματα. Στην διαδρομή τους, για πιο γρήγορα, κόβανε
δρόμο μέσα από το νεκροταφείο του χωριού.
Και κάθε φορά που πέρναγαν από ‘κει, ο Πάμπος φώναζε:
-Παππού, θα πάμε να μαζέψουμε σταφύλια;
Ήτανε η εποχή του τρύγου και ο παππούς του δεν είχε πολύ
καιρό που είχε φύγει για το μεγάλο ταξίδι. Αναχώρηση που δεν μπορούσε να
ξεπεράσει, ακόμη, ο εγγονός.
Ο Αντρέας, ο φίλος και συνοδοιπόρος του στις κυνηγετικές
εξορμήσεις, με αφορμή αυτή του τη συνήθεια, σκέφτηκε να του στήσει ένα χουνέρι.
Μια μέρα, αποβραδίς, ειδοποίησε τον Πάμπο πως την επομένη
δεν θα ακολουθούσε, μιας και είχε κάποια σοβαρή δουλειά στην πόλη. Την επομένη,
όμως, σηκώθηκε νωρίτερα και πήγε και κρύφτηκε στο νεκροταφείο.
Ο Πάμπος, μόνος, με το όπλο υπό μάλης, κίνησε για την
γνωστή διαδρομή και στο νεκροταφείο, όπως κάθε φορά, φώναξε:
-Παππού, θα πάμε να μαζέψουμε σταφύλια;
Καθώς, όμως, έκανε να προχωρήσει, άκουσε ανάμεσα από τους
τάφους μια απόκοσμη φωνή:
-Τράβα κι έρχομαι!
Από την τρομάρα του, λέγανε μετά, πως πέρασε τρέχοντας… τρία
χωριά και σταμάτησε λαχανιασμένος στο τέταρτο!
Συνέβη πριν από χρόνια στην Κύπρο.
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου