Χωρίς να θέλω να επεκταθώ σε κοινωνιολογικές αναλύσεις, έχοντας διατελέσει κάποτε, σε χρόνους παλαιούς, φοιτητής, επισημαίνω και μόνο τη διάθεση που υπάρχει, όταν είσαι νέος και πρόσφατα εκ των πραγμάτων χειραφετημένος από το σπίτι σου, για ό,τι παλαβό και απίθανο.
Ο Δημητράκης, φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, ένα αφάνταστα φιλικό άτομο, που θα τον έλεγες και λιγάκι αγαθό και απονήρευτο, έμενε προς το τέλος της οδού Ολύμπου. Εγώ έμενα λίγο πιο πέρα, στην οδό Ιουλιανού, που ένωνε την Ολύμπου με την λεωφόρο Αγίου Δημητρίου. Είμαστε μαζί με άλλους δυο φοιτητές μια περιστασιακή παρέα, λόγω γειτονιάς περισσότερο.
Ένα απόγευμα, οι τρεις, καθώς βρεθήκαμε στο δρόμο και δεν είχαμε τίποτα να κάνουμε, είπαμε να επισκεφθούμε τον Δημητράκη, ο οποίος, το ξέραμε από τις άλλες φορές, θα μας έψηνε ελληνικό καφέ. Τι μάς καβάλησε ο οξαποδώ, ανεβαίνοντας συνωμοτήσαμε στα γρήγορα και αποφασίσαμε να βρούμε τρόπο να βάλουμε στη ζαχαριέρα του πάνω από τη ζάχαρη… αλάτι!
Έτσι και έγινε, καθώς οι δύο τον απασχολούσαμε με την κουβέντα, ο τρίτος πήγε δήθεν για την τουαλέτα και βρήκε την ευκαιρία να κάνει το… σαμποτάζ. Επιστρέφοντας πέταξε την κουβέντα:
«Έχει τίποτα να πιούμε;».
Όπως ήτανε αναμενόμενο, ο φιλοξενών έσπευσε στην κουζίνα να μας φτιάξει καφέ. Τον έφερε σε δόσεις, δύο πρώτα, δύο μετά, έτσι οι δυο πρώτοι βρήκαμε την ευκαιρία και χύσαμε τον μισό καφέ σε μια γλάστρα.
Όταν ήρθε η σειρά του, τράβηξε μια γερή γουλιά και αμέσως στραβομουτσούνιασε.
«Κάηκες;» τον ρώτησα με δήθεν ενδιαφέρον.
«Ρε παιδιά, σαν κάτι να έχει ο καφές. Δεν σάς φάνηκε;».
Όλοι σπεύσαμε να διαφωνήσαμε και οι δυο πρώτοι τού δείξαμε τα μισοάδεια φλιτζάνια μας. Τον μπερδέψαμε, κάνοντας, μάλιστα πως συνεχίζαμε να πίνουμε, καθώς ο τρίτος έχυνε κι αυτός τον καφέ του στη γλάστρα. Τελικά, μετά και από μια δεύτερη γουλιά άλλον καφέ δεν ήπιε.
Ήταν περασμένες δέκα όταν άκουσα το κουδούνι. Από κάτω με περίμεναν οι δύο έτεροι «συνωμότες» μαζί με έναν Δημητράκη πανιασμένο.
«Τι συμβαίνει, ρε παιδιά;».
«Άστα, τελικά ο καφές είχε μέσα… ποτάσα! Και πρέπει να πάμε στο γιατρό να μας προλάβει!».
Το είπαν με τόσο πειστικό τρόπο που ακόμα θυμάμαι πως για δευτερόλεπτα τα έχασα!
Τέλος πάντων κινήσαμε βιαστικά για το σπίτι του «γιατρού», δηλαδή ενός γνωστού μας δευτεροετή φοιτητή ιατρικής…
Πρώτον εξέτασε τον Δημητράκη, που έτρεμε από τον φόβο του. Τον καθησύχασε, λέγοντάς του πως έχει το γιατρικό: Έξι κουταλιές… νες καφέ σε μια κούπα με ζεστό νερό, χωρίς ζάχαρη! Ο φουκαράς ο Δημητράκης προσπάθησε να τον πιεί αλλά κάποια στιγμή κώλωσε και ζήτησε να βάλει λίγη ζάχαρη. Ο «γιατρός» στην αρχή το έπαιξε ζόρικος αλλά στο τέλος το επέτρεψε.
Τελικά, το «φάρμακο» είχε αποτέλεσμα και έπαψε να τρέμει από τον φόβο. Γιατί τον έπιασε τρέμουλο από την καφεΐνη!
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
"Έγκλημα με ζαχαρίτσα"
ΑπάντησηΔιαγραφή