«Σκληρή η δουλειά του ναυτικού και έχει πολλά απρόοπτα» επαναλάμβανε κάθε τόσο ο παλιός ο καπετάνιος, όταν του άνοιγα κουβέντα σχετική με τις αναμνήσεις του. Και κάποια στιγμή μού ανοίχτηκε περισσότερο:
«Πέρα από τα καθημερινά
αναμενόμενα προβλήματα που συναντάς, έχει να κάνει και με τους ανθρώπους στα
λιμάνια, που έχουν διαφορετικές από τις δικές σου νοοτροπίες και συνήθειες».
Και μού το έκανε πιο λιανά:
«Ήταν την δεκαετία του 60, τότε
που ήμουνα δεύτερος. Είχαμε πιάσει λιμάνι για κάποιες μέρες στο Κόμπε της
Ιαπωνίας. Εκεί γνωρίστηκα με μια κοπέλα ντόπια και τα “ψήσαμε”. Καλά την
περνούσαμε ώσπου κάποια μέρα εκδήλωσε την επιθυμία να επισκεφτούμε τους δικούς
της, στο χωριό της. Παρά τις επιφυλάξεις μου, με “έψησε” τελικά. Πήραμε ένα
αυτοκίνητο και πήγαμε. Εκεί, να ‘βλεπες, υποδοχή που μας κάνανε γονείς, αδέρφια
και ξαδέρφια… Ήτανε μαζεμένο όλο της το σόι. Μας έβαλαν να φάμε και να πιούμε
παρέα τους, πέσανε και κάτι χοροί Γιαπωνέζικοι. Κάποια στιγμή η κοπέλα πρότεινε
να ανέβουμε στον πάνω όροφο για τα… περαιτέρω! Τσίνισα εγώ αλλά μου εξήγησε πως
δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Ανέβηκα με βαριά καρδιά και από κάτω άκουγα γέλια
και τραγούδια! Το γλεντούσανε! Εγώ, πάντως, δεν τα κατάφερα να συγκεντρωθώ και
να το γλεντήσω…
Άλλη μια φορά, καθώς είχαμε
δέσει σε ένα άλλο Γιαπωνέζικο λιμάνι, έπιασα κουβέντα με έναν που ψάρευε λίγο
παραπέρα. Του έκανα δώρο μερικά πακέτα τσιγάρα και αυτός ένιωσε την υποχρέωση
να με καλέσει για φαγητό στο σπίτι του. Με τα πολλά το αποφάσισα και τον
ακολούθησα. Η γυναίκα του σκίστηκε να με περιποιηθεί. Μετά από κάποια αρκετά ποτήρια
σάκε, ο ψαράς μού εκμυστηρεύτηκε πως δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Τον
συμπόνεσα. Έκπληκτος στη συνέχεια, όμως, τον άκουσα να μού προτείνει να πάρω τη
γυναίκα του και να την βοηθήσω να… τεκνοποιήσει! “Θέλω να κάνει παιδί μαζί σου!”
είπε.
Προσπάθησα να αρνηθώ αλλά τον
είδα να αγριεύει. Έδειχνε με τον τρόπο του πως τον πρόσβαλα. Τι να κάνω κι εγώ,
δέχτηκα να φύγω για το καράβι μαζί της. Στο δρόμο τής εκδήλωσα τις αντιρρήσεις
μου και αυτή με τρόμο μού απάντησε: “Μη με διώχνεις γιατί θα πει πως φταίω εγώ
και θα με σκοτώσει!”.
Το σκέφτηκα και τής πρότεινα
να πάει να μείνει εκείνο το βράδυ στους δικούς της και να τα πούμε το πρωί. Με
τα πολλά κατάφερα να την πείσω. Σκεφτόμουν πως μέχρι το πρωί ο σύζυγος θα είχε
ξεσουρώσει. Έφυγε κλαμένη…
Ευτυχώς, το πρωί σαλπάραμε
και μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε! Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να δέσουμε ξανά
σε ‘κείνο το λιμάνι και όταν ξαναβρέθηκα εκεί, καλού – κακού δεν βγήκα απ’ το
καράβι».
Γιώργος
Ν. Μουσταΐρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου