Επιτέλους, μετά από 49 χρόνια (!) αποφάσισα να αναζητήσω - και να πάρω στα χέρια μου αντίγραφό του – το πρώτο δημοσιευμένο μου κείμενο.
Μπήκε πρωτοσέλιδο στην εβδομαδιαία εφημερίδα του Άργους ΦΕΙΔΩΝ των αδελφών Εξαδάκτυλου. Το βρήκε στα αρχεία της εφημερίδας και μου το έδωσε ο Δημήτρης Εξαδάκτυλος, τον οποίο και ευχαριστώ. Το μετέγραψα σε αρχείο word, αλλάζοντας μόνον την ορθογραφία κάποιων λέξεων, σύμφωνα με την τωρινή γραφή.Για την ιστορία, το επόμενο διήγημά μου γράφτηκε και δημοσιεύτηκε
μετά… 16 χρόνια (!) στο περιοδικό του Άργους «Ελλέβορος», που εκδιδόταν από τους
Γιάννη Ρηγόπουλο και Λεφτέρη Μπαρδάκο. Ήταν το καλοκαίρι του 1990 και το διήγημα «Όχι, ο Παν δεν πεθαίνει!».
Το Δίλημμα
Ο Πέτρος ήταν τριτοετής της Ιατρικής. Οι καθηγητές του
τον θεωρούσαν σαν ένα από τους κορυφαίους φοιτητές. Ιδίως στο νεκροτομείο είχε
μια ψυχραιμία τρομερή, που έκανε εντύπωση και στον καθηγητή του, κατά τη
διάρκεια των νεκροτομών. Οι συμφοιτητές του απορούσαν.
-Από σίδερο είναι φτιαγμένος; Ρώταγε ο ένας τον άλλο.
Αυτός, ίσως, είχε αρχίσει να το παίρνει επάνω του. Δεν
ήταν αυτός από τους συνηθισμένους φοιτητές, που κοίταγαν συνεχώς το ρολόι για
να δουν αν κοντεύουν να τελειώσουν το μάθημα στο νεκροτομείο. Όλοι αυτοί θα
γινόντουσαν τίποτα ασήμαντα γιατρουδάκια. Αυτός, όμως, είχε σκοπό να πάει
μπροστά, για να γίνει ένας σπουδαίος χειρουργός, γιατί όχι και καθηγητής
Πανεπιστημίου; Είχε όλα τα προσόντα.
Εδώ οι καθηγητές τον βάζανε να αρχίζει τις τομές των
πτωμάτων μπροστά στους φοιτητές, όταν αυτοί είχαν μια ξαφνική δουλειά.
Έτσι και ΄κείνο το πρωινό του Δεκέμβρη, ο καθηγητής τον
ειδοποίησε ότι θα λείψει για ένα τέταρτο και τον παρακάλεσε να αρχίσει αυτός, με
έναν νεαρό που είχε βρεθεί νεκρός την προηγούμενη μέρα, σε μια βραχώδη ακτή.
Γεμάτος κέφι πήρε τα νυστέρια και οδήγησε τους συμφοιτητές
του στο θάλαμο, που υπήρχε ο νεκρός. Τελείως αδιάφορα, αφού τοποθέτησε το νεκρό
στο τραπέζι, σήκωσε το σεντόνι. Και κοκάλωσε. Ναι αυτός ήταν. Ο φίλος του ο
Φίλιππος, που παίζανε μαζί όταν ήταν μικροί. Την τελευταία φορά που τον είδε ήταν
γεμάτος ζωντάνια και τώρα βρισκόταν μπροστά του νεκρός και αυτός ο φίλος του,
ήταν έτοιμος να τον κόψει με τα νυστέρια.
Πραγματικά, έπρεπε να συνεχίσει ή να σταματήσει; Ο
εγωισμός του έλεγε ναι – άλλωστε τόσοι φοιτητές τον παρακολουθούσαν με δέος – η
ψυχή του όμως έλεγε όχι. Ήταν άνθρωπος και όχι μηχανή, είχε αισθήματα. Λίγη
σκέψη ακόμη. Και ο Πέτρος, ο ψύχραιμος, ο γενναίος πέταξε τα νυστέρια και
άρχισε να κλαίει το φίλο.
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Υπέροχο!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ!!!
Διαγραφή