Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2022

Ο πραματευτής

Ο Μάνθος ήτανε πραματευτής. Δηλαδή φόρτωνε, σε μια παλιά κλούβα Φολκσβάγκεν κατσαρολικά, κουταλομαχαιροπήρουνα, ποτήρια, βάζα, γενικά είδη νοικοκυριού, είχε και κάποιες ρόμπες για τις γριές, μαντήλες, κάτι σκούπες, φαράσια κ.τ.λ. και κίναγε για τα απρόσιτα στις συγκοινωνίες χωριά, να πουλήσει.

Μέσα δεκαετίας εξήντα και καλά – καλά όχι δρόμους αλλά ούτε ρεύμα δεν είχαν τα περισσότερα. Το τηλέφωνο ανήκε στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας.

Πολλών θνητών είδε άστεα και νόον έγνω, αυτή η ατάκα από την Οδύσσεια του πήγαινε «κουτί», η δουλειά κούτσα – κούτσα, το χρήμα δεν περίσσευε, προχώραγε, ο Μάνθος το μεροκάματο το έβγαζε, ήταν καλός και τίμιος και πονετικός με την φτώχεια, ο κόσμος, που έκανε νταλαβέρι μαζί του, τον αγαπούσε. Η μια μέρα διαδεχόταν την προηγούμενη, το Φολκσβάγκεν, σκυλί μαύρο, κατάπινε, αμάσητες, ανηφοριές – κατηφοριές και τα αμορτισέρ του τις λακκούβες, που περίσσευαν στους χωματόδρομους.

Είχε και ιστορίες να διηγείται, όταν γύριζε ξεθεωμένος από τις τριήμερες – συνήθως – εξορμήσεις του και έπινε κανένα κρασί με φίλους, στο καπηλειό της Μάρως, στην πάνω γειτονιά:

-Είμαι σ’ ένα ορεινό αρβανιτοχώρι και μού ‘ρχεται μια κυρά να ψωνίσει. Κοιτά από δω, κοιτά από ‘κει την πραμάτεια και κάποια στιγμή μου λέει: «Θέλω μια κουτούλα». Κόκκαλο εγώ. «Τι είναι αυτό κυρά μου;» ρωτάω, μπας και βγάλω άκρη «πώς τη λένε αλλιώς;» «Εγώ κουτούλα την ξέρω. Αλλιώς δεν έχει». Εκείνη τη στιγμή βλέπω να πλησιάζει ένας νεαρός κάπου 16-17 χρονώ. «Σε μπέρδεψε η μάνα μου με τ’ αρβανίτικα, έχεις δίκιο. Είναι αγράμματη, τι να κάνουμε; Εγώ, όμως, πάω στο Γυμνάσιο και θα κοιτάξω να σε βοηθήσω. Τι σου ζήτησε;» «Μια κουτούλα» του λέω. «Α, καλά κατάλαβα πως σε μπέρδεψε. Γιατί δεν στο είπε σωστά. Για την ακρίβεια θέλει μια κουτούλα με… μπίστι». Με φώτισε για τα καλά ο… μορφωμένος! Τελικά, με τα πολλά, κατάλαβα πως ζήταγε μια κατσαρόλα με χερούλι…

Κάτι τέτοια ήταν το αλατοπίπερο της καθημερινότητας του Μάνθου μαζί και με κάτι τυχερά, που του λάχαιναν σαν του ‘πεφτε στην πλώρη καμιά μπάνικια χήρα και του ζήταγε να περάσει από το σπίτι της για να της κάνει προσωπική επίδειξη της πραμάτειας. Όχι ότι έμενε κρυφό το συμβάν, βέβαια, αλλά συνήθως, σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν υπήρχε θιγόμενος, οπότε ούτε γάτα ούτε ζημιά.

Ώσπου ο οξαποδώ έσπασε το ποδάρι του και του προέκυψε ιστορία με μια μικροπαντρεμένη. Σε αρβανιτοχώρι κι αυτή.

Ήταν τακτική πελάτισσα, ευγενική και καθόλου τσιγκούνα, άλλωστε είχε πάρει – με προξενιό, φυσικά – τον πρώτο τσέλιγκα της περιοχής, που την είχε στα ώπα – ώπα και της έκανε όλα τα κέφια. Είχανε, ντε και είκοσι χρόνια διαφορά… Πάντα καθόταν λιγάκι παραπάνω, πάντα ρώταγε και για κάτι που δεν είχε ο Μάνθος στην πραμάτεια και κάποιες φορές το παράγγελνε. Του έπιανε και κουβέντες άσχετες, όπως για το πώς είναι η θάλασσα, για το πόσο μακριά απ’ το χωριό της είναι, για το αν κάποιος σαν κι αυτή, που ήταν άειδωτη, καταπιεί νερό και κινδυνέψει να πνιγεί, τι γίνεται. Και πώς τον χάζευε, που τις μίλαγε για τα μπάνια και τα παιχνίδια στην άμμο, μα πιο πολύ τις άρεσε να της μιλάει για το «φιλί της ζωής», που δίνουν σ’ αυτούς που ήπιαν θάλασσα… Και το «’πιανε» το βαθύτερο νόημα της ερώτησης ο Μάνθος αλλά μέχρις εκεί, γιατί κάτω στην πολιτεία τον είχαν φοβήσει:

-Μακριά, κακομοίρη μου, από τις παντρεμένες και ειδικά στα αρβανιτοχώρια.

-Γιατί ειδικά εκεί;

-Γιατί αλλού, μπορεί να έχει στυλιάρι, εκεί, όμως, έχει «κα πράπα»!

-Δηλαδή;

-Ξεβράκωμα και επέμβαση εκ των… όπισθεν, που θα κάνεις να κάτσεις ένα μήνα!

-Αμάν!

-Έτσι μπράβο, φυλάξου.

Τη φύλαγε, λοιπόν, τη μικροπαντρεμένη, και κράταγε τις απαραίτητες αποστάσεις ασφαλείας, παρά το στενό μαρκάρισμα. Πίστευε, μάλιστα, πως είχε ξεπεράσει τον πειρασμό. Ώσπου:

-Καλημέρα σας κύριε Μάνθο, ακούει μια μέρα, καθώς περπάταγε σε παραθαλάσσιο θέρετρο, που βρισκόταν κοντά στην πόλη του. Γνωστή η φωνή, γυρνά και βλέπει την κυρία. Τόμπολα!

-Πώς απ’ εδώ, κυρία μου;

-Ε, να, είπα στο σύζυγο πως και εγώ, επιτέλους, έχω ανάγκη να πάω για μια βδομάδα στη θάλασσα να κάνω μπάνια και, με τα πολλά, πείστηκε και με έστειλε, παρέα με μια ξαδέρφη μου.

-Και πώς θα κάνεις μπάνιο, που δεν ξέρεις. Θα πνιγείς.

-Ε, τότε, κάποιος θα βρεθεί για να μου δώσει το φιλί της ζωής…

Τώρα δεν υπήρχε απλό υπονοούμενο αλλά… κατά μέτωπον πέσιμο. Αδύναμο όν ο άνθρωπος και ο Μάνθος άνθρωπος ήταν. Υπέκυψε στο μοιραίο και μάλιστα κατ’ επανάληψη σε βαθμό κατάχρησης. Η εβδομάδα πέρασε γρήγορα. Η κυρία ανεχώρησε για το χωριό και ο Μάνθος το ‘ριξε στα σπληνάντερα να καρδαμώσει. Έκανε και μια μηνιαία αποχή από το χωριό, μπας κι είχε βρωμίσει τίποτα. Κάποια στιγμή, όμως, η ανάγκη της δουλειάς – ήταν πέρασμα και για άλλα τρία χωριά – τον έφερε στο χωριό του τσέλιγκα. Παραδόξως η κυρία δεν φάνηκε αυτή τη φορά για ψώνια.

Η δουλειά πήγε καλά – ήταν που είχε λείψει και καιρό – σχεδόν ξεπούλησε και κουρασμένος κάθισε στο μικρό καφεμαγειρείο του χωριού να βάλει μια μπουκιά βραστό στο στόμα του. Την ώρα που σήκωνε το ποτήρι να πιεί άκουσε από δίπλα του την ευχή της πρόποσης:

-Σιντέτ (υγεία)!

-Στην υγειά σου, αντιγύρισε.

Ήταν ένας χωριάτης, που έπινε ένα ποτήρι ρακή. Τον κοίταξε με περιέργεια.

-Είσαι ο πραματευτής, έτσι δεν είναι;

-Έτσι είναι.

-Έχω ένα τραγί, ένα γκεσέμι για την ακρίβεια και θέλω να του κρεμάσω ένα κύπροκούδουνο, που να του ταιριάζει. Έχεις τέτοια πράματα εσύ;

-Όχι αλλά μπορώ να σου φέρω.

-Ε, τότε δεν έρχεσαι μέχρι το μαντρί να του ρίξεις μια ματιά να ξέρεις για τι σου μιλάω; Να του πάρεις και μέτρα…

-Ας πάμε.

Τελείωσε βιαστικά το φαγητό, έκανε να πληρώσει μα ο χωριάτης τον πρόλαβε:

-Κερασμένα.

Στο μαντρί τον έπιασε μέχρι έξω η τραγίλα.

-Βαρβάτο τράγο έχεις βλάμη.

-Είναι στην εποχή του για μάρκαλο.

-Ρίχ’ του και συ καμιά γίδα…

-Μπα, εγώ λέω να τον βολέψω αλλιώς.

Και ανοίγοντας την πόρτα, έσπρωξε τον Μάνθο μέσα.

-Πάρτε τον και συγυρίστε τον όπως του πρέπει!

Δυο σωματώδεις πιστικοί τον άδραξαν και η πόρτα έκλεισε πίσω του…

Μετά απ’ αυτό ο Μάνθος χάθηκε από τα γύρω χωριά. Χάθηκε, γενικά, από την πιάτσα. Κάποιοι, μάλιστα, είπαν πως άλλαξε και επάγγελμα. Κάποιος νόμισε πως είδε έναν καλόγερο που του ‘μοιαζε, κάποιος άκουσε πως σαλπάρισε με καράβι. Κανείς, όμως, δεν ήταν σίγουρος.

Στο χωριό του τσέλιγκα κανείς δε ρώτησε, κανείς δεν σχολίασε, κανείς δε νοιάστηκε…

 

Γιώργος Ν. Μουσταΐρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου