Το κρύο είχε έρθει νωρίς εφέτος, σα να θελε να ξεσυνεριστεί τα τόσα στραβά που είχανε βρει όσους έμεναν σ’ αυτόν τον ξεχασμένο απ’ το Θεό και το γκουβέρνο τόπο.
Στεγνό το θέρος και βαρύ, στέγνωσε τις λίγες φυτεμένες πεζούλες
και τις καρδιές των ανθρώπων. Στέρεψε κι ένα μήνα πιο νωρίς το νερό που
κατέβαινε «στης καλογριάς το ρέμα» και έδινε λίγη δροσιά, μέχρι τα τέλη του
θεριστή, στα χωραφάκια του χωριού. Και σαν να μην έφτανε αυτό, που τους είχε
ήδη φέρει στα όρια της αντοχής, έπεσε και κλαπάτσα και θέρισε κάτι ζωντανά,
έκοψε και η λύκαινα, που ‘χε κουτάβια, τρία ακόμα, έπεσε κι ο Μητσαποστόλης απ’
το μουλάρι του στο γκρεμό και είδαν κι έπαθαν να βγάλουν απάνω το κουφάρι του.
«Χέσ’ τα, σκατοχρονιά, να φύγει και να μη γυρίσει» λέγανε οι χωρικοί, καθώς
προσμένανε τα Χριστούγεννα, τρώγοντας νηστίσιμη ελιά και κάστανο στη χόβολη,
από το παραγώνι του μπάρμπα Κώστα, στο μαγαζί του χωριού. Και κατέβαζαν μ’
αναστεναγμό το αψύ μπρούσκο απ’ το ποτήρι τους. Ήρθε νωρίς το κρύο, με βροχές
και με χιόνια κι οι στράτες κλείσανε νωρίς από τη λασπουριά, πριν να τις
κλείσει οριστικά ο χιονιάς.
Η κουβέντα στο μαγαζί, δυο μέρες πριν τη μεγάλη γιορτή, γυρόφερνε στο
ίδιο θέμα. Ένα απόσπασμα χωροφυλάκων είχε περάσει απ’ το χωριό.
-Μπάρμπα Κώστα, εσένα βρήκε πρώτονε ο νωματάρχης, σαν κάνανε κατά δω οι
χωροφυλάκοι. Σε ρώτησε άμα κρύβονται οι κλέφτες στο χωριό;
-Δεν το ‘πε έτσι ακριβώς, μόν’ ρώτησε πόσο καιρό έχει να φανεί ο καπετάν
Λευτέρης. Άκουσαν πως στεφάνωσε κάποιον στο Καταράχη και πως στα μέρη τα εδώ
συχνά ξεχειμωνιάζει. Πως έχει μια αγαπητικιά…
-Κι ήσαν πολλοί στην παγανιά, τη φετινή;
-Πέντε τους είχε συνοδειά, απ’ έξω ήσανε άλλοι τρεις και άλλοι τρεις –
τέσσερις στο έμπα του χωριού με τα μουλάρια και τα σκυλιά., να περιμένουν.
-Και κατά πούθε γείρανε; Κατά την Περδικόβρυση πήραν το μονοπάτι ή
βγήκανε τ’ αψήλου προς το Καραούλι;
-Σάμπως και θα μου λέγανε; Μόνο που ήρθε ο παλαβός ο Νικολής και είπε πως
τους αγνάντεψε να ροβολάνε προς το ρέμα.
-Χαζός – χαζός αλλά το μάτι του κόβει και δεν φαντάζεται πράγματα… Οπότε
μάλλον θα πήραν το δρόμο για το μοναστήρι της Παναγιάς, να βγάλουνε τη νύχτα.
-Λές να ετοιμάζουνε να στήσουν προς τα ‘κει χωσιά, μιας κι είναι πέρασμα
για πάνω;
-Αν είναι να βαρέσουνε, καρτέρα σήμερα αύριο να γίνει το κακό. Να
ξεμπερδέψουνε ταχιά, να κατεβούνε για Χριστούγεννα στον κάμπο. Δεν είναι ο
καιρός για τα βουνά… Και τέτοιες μέρες γιορτινές…
– Μόνο εμείς δεν θα καταλάβουμε γιορτές. Όπως κάθε φορά και φέτος
χειρότερα. Πάει κι ο Μητσαποστόλης που το λάλαγε με τη φλογέρα του… Θυμάστε
πέρσι τ’ Αϊγιαννιού;
– Που το φέραμε γυροβολιά και κατεβάσαμε μια μπότσα γιοματάρι και ένα
αρνί δέκα νοματαίοι!
-Και ήρθανε η Γιώργαινα κι η Μήτσαινα και μας βάλανε πόστα!
-Ρε τι σφαλιάρα ήτανε αυτή που της άστραψε της γυναίκας του ο Γιώργης;
-Έχει βαρύ χέρι ο κερατάς και άμα πιεί δεν το φυλάει…
-Αχ και φέτος πού ‘ν’ τος; Χαμένος με τον αδερφό του, που έχει παντρευτεί
στον κάμπο κι έχει το συκώτι του, νέος άνθρωπος…
-Κι έχει και τη Γιώργαινα από κοντά, να τον φυλάει μην κουτουπώσει κανένα
δουλικό…
-Κι εδώ να έμενε, τι να φυλάει; Παιδιά, σκυλιά δεν έχουνε…
Μ’ αυτά και μ’ αυτά η ώρα κύλησε και πέρασε η μέρα γιατί σκοτείνιαζε
νωρίς λόγω της εποχής και της κορφής του Γέρακα, όπου ήταν σκαρφαλωμένο το
χωριό και πίσω του έπεφτε ο ήλιος να πάει να ξαποστάσει από το καθημερνό διάβα
του στο στερέωμα…
Δεν είχε κατακάτσει καλά – καλά το πούσι της αυγής, λίγο μετά που ‘χαν
λαλήσει τα κοκόρια και ξαφνικός αχός από πυκνό ντουφέκι, που ‘ρχόταν από την
Περδικόβρυση, έκανε θρύψαλα την πρωινή γαλήνη του βουνού και να σφιχτούνε οι
καρδιές των χωρικών. Το απόσπασμα είχε απαντήσει τον ταϊφά του καπετάν Λευτέρη
και η μάχη είχε ανάψει για καλά… Το κακό κράτησε ώρα πολλή και ο ήλιος είχε
ανέβει τ’ αψήλου σαν έπεσε η τελευταία ντουφεκιά και καταλάγιασε ο αχός της.
Παραμονή Χριστουγέννων κι ο ουρανός δεν είχε απάνω του ούτε ένα σύννεφο…
Δεν μπόρεσαν να μάθουν στο χωριό για το κακό που γίνηκε κατά το ρέμα, κανείς δεν τόλμαγε να πάει κατά ‘κει, κανείς δεν ήταν έξω για να ‘ρθει να το μαρτυρήσει. Μόνο αργά, μετά το μεσημέρι φάνηκε απέναντι ν’ ανηφορίζει κατά τις Πορτίτσες που έβγαζαν στο πέρασμα για τον κάμπο, η πομπή των μουλαριών με τους χωροφυλάκους.
Ο ήλιος κίνησε ν’ αναπαυτεί και οι χωριάτες έπεσαν νωρίτερα στο στρώμα
γιατί θα ξύπναγαν αχάραγα για τη λειτουργία.
Σαν βάρεσε η καμπάνα ήσαν όλοι στο πόδι, φορώντας τις καλές τις φέρμελες
οι άντρες και οι γυναίκες ό,τι τζοβαϊρικό τους βρισκόταν από το γάμο τους,
περιποιημένα τα παιδιά κι οι νιές καλοντυμένες, ακόμη και οι γερόντοι που τα
πόδια τους δεν βόηθαγαν πια και θα τους πρόσμεναν πλάι στο παραγώνι.
Η λειτουργία άρχισε, ο παπά Κυριάκος και ο μαστρο – Βασίλης, ο ψάλτης, με
τον Γιώργη του Αλή, που τον βοηθούσε με το ισοκράτημα, συναγωνίζονταν ποιος θ’
ακουστεί πιο δυνατά, ποιος θα εντυπωσιάσει με τα σκέρτσα της φωνής του το
εκκλησίασμα. «Άγγελοι, μετά ποιμένων δοξολογούσι…»
Σχόλασε η εκκλησία και από τριγύρω ακούγονταν τα κοκόρια να
ξελαρυγγιάζονται, καθώς η πόρτα άνοιξε για να γυρίσουν στα σπίτια τους οι
χριστιανοί. Μα, τι ήταν αυτός ο… μπόγος, ο ακουμπισμένος εκεί δίπλα στον
παραστάτη; Μπόγος; Όχι, άνθρωπος ήταν, κουλουριασμένος στην κάπα του! Οι
γυναίκες τρομαγμένες πισωπάτησαν ξανά στην εκκλησιά. Ήταν ο Βασίλης του Τόλιου
που ξεθάρρεψε πρώτος και πλησίασε. Μαζί του τρεις ακόμα. Έσκυψε πάνω απ’ τον
άγνωστο, που σκυφτός βαριανάσαινε. Κάποιος έριξε μ’ ένα φανάρι φως στο πρόσωπό
του. Δυο ξέψυχα μάτια άνοιξαν σε ένα πρόσωπο μπαρουτοκαπνισμένο, με τούφες
λιγδιασμένα μαλλιά να το σκεπάζουν. Ο καπετάν Λευτέρης…
-Χρόνια πολλά χριστιανοί, ακούστηκε να ψιθυρίζει.
-Χρόνια πολλά του αποκρίθηκε ο Βασίλης, απορημένος και τρομαγμένος.
-Δεν μπόρεσα να ΄ρθω στη λειτουργιά, άκουσε τον καπετάνιο, με δυσκολία να
αρθρώνει. Δεν ήθελα ν’ αφήσω τον Κίτσο μόνο του, ανήμερα τη γιορτή του…
Ήταν τα τελευταία λόγια που βγήκαν απ’ το στόμα του. Το βλέμμα του έσβησε
και το κορμί του έγειρε άψυχο στο πλακόστρωτο.
Η σφαίρα του αποσπάσματος τον είχε βρει στην κοιλιά. Κατάφερε και ξέφυγε
μέσα στο χαλασμό και κίνησε με όσες δυνάμεις του απόμεναν κατά πάνω στο χωριό.
Ήξερε πως δεν υπήρχε γιατρειά αλλά θέλησε, προφανώς, να προκάμει, να μη φύγει
αλειτούργητος. Σ’ ένα ταγάρι κουβαλούσε το κεφάλι του Κίτσου, του
πρωτοπαλίκαρού του. Να μην το πάρουν οι χωροφυλάκοι και το διαπομπέψουν στη
Χώρα…
Χριστουγεννιάτικα του έπεσε δουλειά μαζεμένη του παπά Κυριάκου. Αφού
διάβασε και έθαψε σε μια γωνιά στο κοιμητήριο τον καπετάν Λευτέρη, κίνησε με
κάποιους χωριανούς κατά την Περδικόβρυση. Βρήκαν τα τέσσερα ακέφαλα κουφάρια
των ληστών, πρόχειρα παραχωμένα με πέτρες. Τα φόρτωσαν σε δυο μουλάρια και
κίνησαν να τα θάψουν κι αυτά στο χωριό, μη μείνουνε στη δημοσιά και γίνουν βρυκολάκοι…
Και το κεφάλι του έρμου του Κίτσου ξαναβρέθηκε με το σώμα του…
Ήτανε άγριες εποχές…
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
.................
Πήρε Γ΄ Βραβείο από τον Ελληνικό Πολιτιστικό Όμιλο Κυπρίων Ελλάδος - ΕΠΟΚ στον Λογοτεχνικό Διαγωνισμό "Με τον Ε.Π.Ο.Κ. είναι Χριστούγεννα".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου