Τρίτη 7 Ιουλίου 2020

Tού γλίστρησε (!) και την... ανασκολόπισε...


Γιδοφονιά τον φώναζαν το Μήτρο στο χωριό: Ήταν που από μικρόνε τον είχε στείλει ο πατέρας του να φυλάει τα γίδια, ήταν που κάποια φορά τον πιάσανε να μαρκαλάει μια γίδα, ήταν και λίγο χαζούλης, ο μαύρος, τού το κόλλησαν το παρατσούκλι.

Ο καιρός πέρναγε, ο Μήτρος μεγάλωνε και κάποτε είδε και απόειδε με τις ερημιές και τα γίδια και έστειλε μήνυμα στον πατέρα του:

-Κατεβαίνω στο χωριό, να μου βρεις νύφη!

Πρώτη φορά που έδειχνε αποφασιστικότητα σε κάτι ο Μήτρος και ο μπάρμπα Αποστολής, έτσι λεγόταν ο πατέρας, σκέφτηκε πως είχε δίκιο το παιδί. Που έτσι κι αλλιώς είχε πάψει από καιρό να είναι παιδί. Πιάνει, λοιπόν, την κυρά Ζαμπέτα, την προξενήτρα και της δίνει αποστολή.

-Θέλω νύφη γερή και δουλευταρού για το Μήτρο μου.

-Ξέρεις, και να με συμπαθάς, δεν τρελαίνονται και όλες για το γιο σου.

-Μα δεν θέλω καμιά πριγκίπισσα. Ούτε καν καμιά καλλονή. Γερή και δουλευταρού σου ζήτησα και ας είναι και λίγο αγαθούλα. Κακό δεν κάνει.

Κίνησε η κυρά Ζαμπέτα να φέρει εις πέρας την αποστολή, «έσπασε» αρκετές φορές τα μούτρα της, στο τέλος, κάποια μέρα, φάνηκε στην πόρτα του μπάρμπα Αποστόλη πασιχαρής:

-Την βρήκα!

-Μπράβο. Και είναι όπως την ζήτησα;

-Βρε, ούτε παραγγελία...

Χάρηκε ο άνθρωπος, κατέβασε τον Μήτρο από τη στάνη, ησύχασαν οι γίδες μια στάλα, τον έστειλε στην πόλη να κουρευτεί και σ’ ένα δημόσιο λουτρό να ξεγαριαστεί, του πήρε και ένα κοστούμι - ετοιματζήδικο - και κίνησαν να πάνε στα πεθερικά, για να δώσουνε λόγο. Όλα ωραία και καλά και η συνέχεια: «Δόξη και τιμή στεφάνωσον αυτούς...». Πάει, τα στεφανώσανε. Βάλανε και ένα τραπέζι με τρείς γίδες ψητές, με κρασιά και με τα όργανα να βαρούν για τα νιογάμπρια: «Παντρεύεται ο Αυγερινός καλέ σήμερα, την Πούλια κάνει ταίρι…» γλέντησαν οι συγγενείς, ευχήθηκε ο κόσμος «και καλούς απογόνους» και έφτασε η ώρα να πάρει ο Μήτρος τη νύφη, τη Γιαννούλα, στα ενδότερα των έσω, για να... υλοποιήσουν την ευχή.

Έλα, όμως, που ήταν συνηθισμένος με τις γίδες, άλλη εμπειρία δεν είχε, και καθώς αποπειράται εισβολή εκ των όπισθεν και εφορμά ως άλλος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, βάζει η νύφη μια φωνή:

-Αμάν, μάνα μουουου, με... σούβλισε ο άτιμος!

Την ακούν οι συμπεθέροι, που συνέχιζαν να πίνουν στο κατώι και τρομοκρατούνται.

-Την σφάζει!

Και ορμούν στο δωμάτιο, αντιλαμβάνονται τι της συνέβη και κάνουν το γαμπρό οχτακόσιες οκάδες από το ξύλο.

-Να, για να μάθεις γιδοφονιά!

Η συνέχεια στο δικαστήριο, Τριμελές Πλημμελειοδικείο, παρακαλώ, όπου ο Μήτρος προσήχθη κατηγορούμενος για «παρά φύσιν ασέλγειαν».

Από κάτω ασυγκράτητοι οι συμπεθέροι:

-Στο κάτεργο τον ανώμαλο, να του κάνουν ό,τι μας έκανε!

-Ησυχία! Κοπάναγε την κουδούνα ο πρόεδρος. Κατηγορούμενε γιατί... σοδόμισες τη γυναίκα σου;

-Με το συμπάθειο κύριε Πρόεδρε μα δεν πήγα να κάνω αυτό (είχε μάθει τι σήμαινε η λέξη από τον συνήγορο).

-Τότε;

-Κοίτα, με το συμπάθειο, από συνήθεια την έβαλα να στηθεί στα τέσσερα.

-Να λείπουν οι λεπτομέρειες. Επί της ουσίας!

-Επί της ουσίας. Ήταν νύχτα. Σκοτάδι πήχτρα. Και όπως πήγα να την φέρω από κάτω απ' το λυχνάρι για να βλέπω καλύτερα, το ‘σπρωξα κάπως με το κεφάλι και έσταξε λίγο λάδι στον απαυτόνε μου, κύριε Πρόεδρε...

- Και;

- Και, μού γλίστρησε κύριε Πρόεδρε και μπήκε σε λάθος μέρος! Δεν το 'θελα σου λέω, μού γλίστρησε!

Γιώργος Ν. Μουσταΐρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου