Τον τελευταίο καιρό δεν τα πολυκαταφέρνω με τον βραδινό
τον ύπνο. Θες γιατί τα μεσημέρια, αμέσως μετά το φαγητό, γέρνω στην πολυθρόνα
και κοιμάμαι κανά δυό ώρες, θες γιατί τον Οκτώβρη κλείνω τα ογδόντα και λένε
πως οι γέροι δεν κοιμόμαστε πολύ;
Είπα πως δεν κοιμάμαι τα βράδια καλά, μα το χθεσινό το
βράδυ ήρθε κι απόγινε το κακό. Μια το στρώμα ένοιωθα πως γρουμπούλιαζε, μια μου
έφταιγε το μαξιλάρι, μια ροχάλιζε η κυρά και μια μου μύριζε το στόμα της. Δεν
πρέπει, τελικά, να κοιμήθηκα πάνω από μισή ώρα συνεχόμενα. Το πρωί σηκώθηκα
αχάραγα, κατέβηκα στην κουζίνα και έβρασα νερό για το βότανο του προστάτη και στη
συνέχεια χώθηκα στην πολυθρόνα απέναντι από το χαζοκούτι. Κάποια στιγμή πρέπει
να γλάρωσα εκεί και να τον πήρα.
-Παππού, έ παππού! Αποκοιμήθηκες βλέποντας τηλεόραση;
Ο Ορέστης, ο μεγάλος μου εγγονός, μόλις γύριζε από το
ξενύχτι.
Ανακάθισα ξαφνιασμένος και έτριψα τα μάτια μου να ξυπνήσω.
Το βλέμμα μου, θολό στην αρχή από τον ύπνο, άρχισε να καθαρίζει και τον
αγκάλιασε με αγάπη. Τον καμάρωνα καθώς ξεπεταγόταν μέρα με την ημέρα. Αντράκι
πλέον, μαθητής στη δεύτερη τάξη του Λυκείου. Χθες είχαν ξεκινήσει οι
Πασχαλιάτικες διακοπές.
-Καλώς τον τόν ξενύχτη μου. Πέρασες καλά;
-Εγώ καλά πέρασα, εσύ θα πρέπει να έχεις πιαστεί εδώ που
κάθεσαι και κοιμάσαι.
-Τι ώρα είναι;
-Πάει οκτώ…
-Ε, δεν κοιμήθηκα πολύ. Κάπου μια ώρα. Και άλλη μια όλο
το βράδυ επάνω και με διαλείμματα.
-Και γιατί παρακαλώ;
-Τον τελευταίο καιρό δεν κοιμάμαι πολύ αλλά πάντα, τέτοια
μέρα δεν μπορώ να κλείσω μάτι.
-Να σου φτιάξω τον καφέ σου, να μου πεις το λόγο; Γιατί
κάτι σοβαρό τρέχει, που εγώ δεν το ξέρω. Και να σου πω την αλήθεια, δεν κάνω
κέφι ακόμα να πάω για ύπνο.
-Άιντε, πάνε κι εγώ να πάω να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό
μου.
-Πρόσεχε, μόνο, μη βρέξεις τα μαλλιά και θες μετά
πιστολάκι να τα στεγνώσεις.
Με πείραξε…
Ο καφές ήταν όπως έπρεπε, η μέρα έξω μπουμπουκιασμένη και
φωτεινή και ο εγγονός μου απέναντι. Ήταν ώρα να του πω την ιστορία, που την
κράταγα μέσα μου δεκατέσσερα χρόνια τώρα.
-Ήσουνα δυο χρονών μωρό, τότε που σαν σήμερα, ξημερώματα
του Λαζάρου, χτύπησε η συμφορά το σπίτι μας. Ο πατέρας μου ο Γιώργης, ξύπνησε
πρώτος, όπως έκανε πάντα και γύρισε να σκουντήξει τη μάνα μου τη Φρόσω. Αυτή
δεν κουνήθηκε. Την ξανασκούντηξε. Τίποτα. Η κραυγή που έβγαλε μου τρυπάει κάθε
τέτοια μέρα τ’ αυτιά: Φρόσωωωωω!!! Η μάνα είχε σβήσει μέσα στον ύπνο της.
Τρέξαμε με τη γιαγιά σου στο δωμάτιο. Μόλις που τον προλάβαμε την ώρα που του
ερχόταν ζάλη, θόλωναν τα μάτια του, μούδιαζε και παρέλυε από δεξιά το κορμί
του. Το θεριό κατέρεε, χτυπημένο από εγκεφαλικό. Οι γιατροί διέγνωσαν ισχαιμική
ημιπληγία, που του πήρε και τη λαλιά…
Ο μικρός σοκαρισμένος, με κοίταζε άφωνος για μερικά
δευτερόλεπτα. Και μετά μού είπε την απορία του:
-Μα ο παππούς πέθανε όταν εγώ ήμουνα έξι και τον θυμάμαι
που περπατούσε και μίλαγε.
-Τον αδερφό μου τον Σταύρο, που ζει στη Θεσσαλονίκη, τον έχεις
γνωρίσει…
-Πέρσι πήγαμε και
τον είδαμε. Και έκανε μια χαρά που μας είδε…
-Ο Σταύρος ήτανε το ρεμάλι της οικογένειας. Ο μεγάλος
αδερφός, ο αγαπημένος του πατέρα και η απογοήτευσή του. Εγώ ήμουνα το παιδί της
μάνας. Μας είχαν μοιράσει. Εκείνο τον καιρό κλείνανε δεκαπέντε χρόνια, που αφού
είχε ξεπουλήσει όσα μπόρεσε από την οικογενειακή περιουσία, σκοτώθηκε με το
γέρο και χάθηκε στο άγνωστο. Ούτε γράμμα ούτε γραφή!
-Ούτε αυτό το ήξερα.
-Πολλά δεν ξέρεις ακόμα.
-Για πες, για πες.
-Τέλος πάντων, κηδέψαμε τη μάνα, ο πατέρας τα χάλια του
στο νοσοκομείο, μπήκε Μεγάλη Εβδομάδα. Εμείς να προσπαθούμε να ισορροπήσουμε.
Ήταν μεγάλο Σάββατο που κίνησε η γιαγιά σου για το νεκροταφείο, να ανάψει το
καντήλι της μάνας μου και γύρισε πίσω τρέχοντας και ταραγμένη.
-Ταραγμένη γιατί;
-«Φάντασμα είδες», τη ρώτησα. Και αυτή δακρυσμένη μου το ξεφούρνισε
το νέο. Πλησιάζοντας τον τάφο είδε κάποιον να γέρνει από πάνω του. Τον
αναγνώρισε. Ο αδερφός μου, γερασμένος και ταλαίπωρος, σκόρπαγε τα πέταλα ενός
τριαντάφυλλου στο μνήμα και έκλαιγε τη μάνα μας!
-Κι εσύ τι έκανες τότε, παππού;
-Αυτό που έπρεπε. Κίνησα, όσο πιο γρήγορα μπορούσα, τον
βρήκα και τον αγκάλιασα. Και μετά, αγκαλιασμένοι πήγαμε να βρούμε τον πατέρα.
Δεν μπορούσε να μιλήσει, μόνο δάκρυσε και τον αγκάλιασε με το γερό του χέρι,
σφιχτά! Την επομένη, ανήμερα το Πάσχα, τού κάναμε παρέα όλη τη μέρα. Και την
ώρα που ακούστηκε η καμπάνα για την Αγάπη και τον εσπερινό του Άη Γιωργιού, γύρισε,
τον κοίταξε και έγινε το θαύμα!
-Τι θαύμα παππού;
-Άρθρωσε και είπε… «παιδάκι μου»!
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
-------------
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα των Αθηνών "Δημοκρατία", στις 5 Μαρτίου 2020.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου