Ήταν αρχές του ’45, σ’ ένα χωριό του Παρνασσού, τότε που
είχαν φύγει ο Γερμανοί και είχαν έρθει οι Εγγλέζοι. Φτώχεια και μαυρίλα η
καθημερινότητα, καθώς οι χωρικοί προσπαθούσαν, μετά την Κατοχή, ν’ ανοίξουν μια
χαραμάδα στα θεόκλειστα παράθυρα της ζωής, να μπει λιγάκι φως, που, άλλωστε,
πάντα ήταν ελάχιστο.
Εξαίρεση τα παιδιά, που σαν παιδιά, τότε που ήσαν όλα λιγοστά,
αρκούνταν και με τα λίγα, με ένα τόπι, μια σφεντόνα, ένα πλατσούρισμα στα
παγωμένα νερά του ρυακιού. Εκείνες τις μέρες, μάλιστα, είχαν βρει την καλύτερή
τους, καθώς έτρεχαν σαν μελίσσι τριγύρω απ’ τους Εγγλέζους, ξέροντας πως θα την
βολέψουν με καμιά καραμέλα, με καμιά τσίχλα – μεγάλη υπόθεση – ακόμα και με
καμιά σοκολάτα, πράγματα που τους γλύκαιναν τη μίζερη ζωή τους και που ποτέ
μέχρι τότε δεν τα είχανε ακουστά ούτε και δει ζωγραφιστά.
Ο Λουκάς, ο ζουμπάς, είχε πάψει εδώ και χρόνια να ‘ναι
παιδί, κόντευε να τριανταρίσει, αλλά ποτέ του δεν είχε χαρεί σαν παιδί κι
αυτός, δέκα πόντους πιο ψηλός από τα’ αμόνι στο «γύφτικο» του πατέρα του, εκεί
όπου τον όρισε η ζωή. Αυτός δεν ορέχτηκε ούτε αποζήτησε σοκολάτες και γλυκά.
Ένας φακός του «γυάλισε», που τον είχε ένας Εγγλέζος στην κωλότσεπη, καθώς
περνούσε μπροστά από το «γύφτικο», ανεβαίνοντας από την κάτω στην πάνω πλατεία
του χωριού. Τον λαχτάρησε που τον είδε και σκέφτηκε να τον ζητήσει, μπας και
θελήσει να του τον χαρίσει.
Πήρε, λοιπόν, από πίσω τον Εγγλέζο αλλά έλα που Εγγλέζικα
δεν ήξερε; Πώς να τον λέγανε άραγε, στην γλώσσα του στρατιώτη, τον φακό; Το
μυαλό του πήρε γρήγορες στροφές, είπε μέσα του «αφού εμείς τον λέμε φακό οι
Εγγλέζοι, που μιλάνε κοφτά, πρέπει να τον λένε… φακ» και ακολουθώντας τον στρατιώτη,
έδειχνε με το μεγάλο του δάχτυλό τον φακό και του έλεγε:
-Φακ, φακ!
Ακούγοντάς τον ο Εγγλέζος, σταμάτησε και γύρισε
εξαγριωμένος. Βλέποντας τον ζουμπά να δείχνει με το δάχτυλο από πίσω του με
επιμονή, άπλωσε το χέρι του και τού άστραψε μια σφαλιάρα, που ο καημένος ο
Λουκάς είδε τον ουρανό σφοντύλι!
Με κατακόκκινο το μάγουλο, κλαμένος και ντροπιασμένος, που
είδε την πομπή του το χωριό, κίνησε να γυρίσει στο «γύφτικο» του πατέρα του ο
Λουκάς, με το παράπονο και την αδικία να τον πνίγουν.
Πολύ αργότερα, όταν κάποιος Αγγλομαθής του το εξήγησε,
κατάλαβε το τραγικό του λάθος*. Αλλά, πλέον, οι Εγγλέζοι είχαν φύγει απ’ το
χωριό, η σύντομη ανάπαυλα της ξεγνοιασίας είχε τελειώσει, είχε αρχίσει ο
επόμενος αλληλοσκοτωμός και δεν υπήρχαν πια περιθώρια για όνειρα που να
περιέχουν μέσα τους καραμέλες, σοκολάτες
και τσίχλες για τα παιδιά, ούτε φακό για τον Λουκά…
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
*Fuck (ακούγεται
ως φακ): Πηδώ - Πήδημα (στην πιο ήπια απόδοση της λέξης στα Ελληνικά…)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου